ebook_story_3

ΤΡΙΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Ένοχα μυστικά

Η αρχή της ιστορίας…

Το άγριο έγκλημα συγκλόνισε το νησί. 15 Αυγούστου, ημέρα της Παναγίας κι αντί το νησί να γιορτάζει, είχε βυθιστεί σε βαρύ πένθος. Οι κάτοικοι αδυνατούσαν να πιστέψουν ότι κάποιος θα μπορούσε να διαπράξει ένα τόσο αποτρόπαιο έγκλημα. Έμοιαζε με ψέμα, με εφιάλτη…αλλά ήταν η σκληρή πραγματικότητα. Η Μαρίλια ήταν ένα 17χρονο αγγελούδι. Στη γιορτή της Παναγίας ήταν γραφτό να ταξιδέψει στον ουρανό. Βρέθηκε πνιγμένη στη θάλασσα και βίαια χτυπημένη. Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή που, συγκλονισμένος κι εκείνος, έδωσε την ανακοίνωση στα ΜΜΕ, είχε προηγηθεί πάλη κι ύστερα ο πνιγμός της.

Η Μαρίλια ήταν ένα κορίτσι που όλοι παρομοίαζαν με νεράιδα, σαν βγαλμένη από παραμύθι: κατάξανθα σγουρά μαλλιά που στεφάνωναν το κεφαλάκι της, μεγάλα γαλαζοπράσινα μάτια και πάντα ένα γλυκό χαμόγελο να ζωγραφίζει τα κατακόκκινα χείλη της. Μόνο που το δικό της τέλος δεν είχε καμία σχέση με το ευτυχισμένο τέλος των παραμυθιών. Είχε εγκατασταθεί στο νησί με τη μητέρα της, την Αλίκη, πέντε χρόνια πριν το φονικό. Η Αθήνα δεν τους χωρούσε, ύστερα από το βίαιο χωρισμό της Αλίκης με τον πατέρα της Μαρίλιας, έναν άνθρωπο-έρμαιο στα πάθη του: το αλκοόλ και τον τζόγο. Όταν επέστρεφε σπίτι τα ξημερώματα, πιωμένος κι έχοντας χάσει μεγάλα ποσά στα χαρτιά, χτυπούσε τη γυναίκα του άγρια και την έβριζε χυδαία. Την Μαρίλια την αγαπούσε πάρα πολύ κι η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν είχε σηκώσει χέρι πάνω της. Ωστόσο, η καθημερινή σωματική και λεκτική βία που ασκούσε στην Αλίκη, την ανάγκασαν να φύγει, νύχτα, από το διαμέρισμά τους στη Φωκίωνος. Να πάρει το καράβι για το νησί, με μία βαλίτσα στο χέρι, μόνο με τα αναγκαία και λίγα χρήματα. Εκεί την περίμενε η μοναδική συγγενής που είχε στον κόσμο, η θεία της, η αδελφή της μητέρας της. Φοβόταν πάρα πολύ, δεν ήξερε αν θα τα κατάφερνε στο νησί, δεν είχε όμως άλλη επιλογή. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να ξεφύγει από τον άντρα της και η μόνη διέξοδος ήταν το νησί, εφόσον δεν είχε κανέναν άλλο συγγενή για να την στηρίξει, αλλά δυστυχώς ούτε και φίλους.

Τα δύο πρώτα χρόνια στο νησί ήταν πολύ δύσκολα και για την Αλίκη και για την Μαρίλια. Παρόλο που η Αλίκη ήταν πολύ προσεκτική ώστε να μη δίνει δικαιώματα, στο νησί όλοι μιλούσαν για την όμορφη κι απρόσιτη γυναίκα που μεγάλωνε μόνη της, χωρίς άντρα, το παιδί της. Τα κουτσομπολιά, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, πάρα πολλά. Τα σχόλια κακεντρεχή: «Γιατί μία νέα γυναίκα να παρατήσει τον άντρα της και να έρθει από την Αθήνα στο νησί, να μεγαλώσει μόνη της ένα παιδί;» αναρωτιούνταν όλοι.

Η Αλίκη όμως δεν ήταν από τις γυναίκες που της έπαιρνες εύκολα λόγια. Είχε μάθει, χρόνια τώρα, να ζει μέσα στη σιωπή, χωρίς φίλους, χωρίς στήριξη. Μακριά από τον δυνάστη-άντρα της, κατάφερε να βρει την τεράστια δύναμη που έκρυβε μέσα στην ψυχή της, να στηριχτεί στα πόδια της και να μεγαλώσει με αξιοπρέπεια την κόρη της. Όταν πέθανε η θεία της, η Αλίκη κληρονόμησε το φτωχικό σπίτι στο νησί. Οι δυο τους, ολομόναχες πια, έπρεπε να παλέψουν για να τα βγάλουν πέρα. Σιγά σιγά άρχισαν να προσαρμόζονται στο νησί και οι κάτοικοι να τις αποδέχονται και μάλιστα να τις συμπαθούν. Τόσο η Αλίκη, όσο και η Μαρίλια, μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνονταν απόμακρες, ήταν όμως πολύ ευγενικές, καλόκαρδες και καλόψυχες. Γι’ αυτό οι κάτοικοι άρχισαν να έρχονται πιο κοντά τους και να θέλουν μάλιστα να τις βοηθήσουν. Έτσι, η καθημερινότητά των δύο γυναικών, με την πάροδο του χρόνου, έγινε όχι μόνο πιο υποφερτή, αλλά και πιο όμορφη. Η Αλίκη έπιασε δουλειά σε ζαχαροπλαστείο για να βγάζει τα προς το ζην. Η Μαρίλια τα πήγαινε πολύ καλά στο σχολείο. Αγαπούσε το διάβασμα, ήταν άριστη μαθήτρια και βρήκε φίλους στο πρόσωπο αρκετών συμμαθητών της.

Τρία χρόνια είχαν περάσει και τα πράγματα είχαν φτιάξει πολύ. Η Μαρίλια ήταν ένα χαρισματικό πλάσμα. Είχε μία ασυνήθιστη ομορφιά, που σε συνδυασμό με την εξυπνάδα και την καλοσύνη της, την είχαν κάνει να ξεχωρίζει μεταξύ των συμμαθητών της. Είχε κερδίσει σε τόσο μεγάλο βαθμό την εκτίμηση και την αγάπη τους, ώστε ούτε η ίδια πίστευε ότι την εξέλεξαν, με συντριπτική πλειοψηφία, πρόεδρο της τάξης της, στις μαθητικές εκλογές του Νοεμβρίου. Ως μαθήτρια, με υπευθυνότητα, οργάνωνε όλες τις μαθητικές δραστηριότητες στην εντέλεια, με αποτέλεσμα να κερδίζει, μέρα με τη μέρα, ακόμα περισσότερο το θαυμασμό συμμαθητών και καθηγητών. Παράλληλα, ασχολιόταν με την μεγάλη της αγάπη, το βόλεϊ, και οι επιδόσεις της ήταν τόσο καλές, ώστε έφερνε πολλές νίκες στο σχολείο, γεγονός που αύξανε τη δημοτικότητά της.

Η Αλίκη ήταν ενθουσιασμένη που η κόρη της είχε βγει από τον εφιάλτη και πλέον ζούσε το όνειρο που της άξιζε. Κι η ίδια όμως ήταν πολύ καλά, είχε τη δουλειά της στο ζαχαροπλαστείο κι είχε αποκτήσει δύο καλές φίλες, την Ελβίρα και την Ράνια, με τις οποίες μοιραζόταν τις σκέψεις της, τα όνειρά της, ακόμα και τα μυστικά του παρελθόντος. Οι δυο φίλες της, την παρότρυναν να προχωρήσει στη ζωή της, να αφεθεί, να ερωτευτεί ξανά, να νιώσει πώς είναι να είσαι γυναίκα, να σε ποθούν και να ποθείς, γιατί ήταν ακόμα πολύ νέα κι όμορφη. Η Αλίκη δεν ήθελε ούτε να το σκεφτεί, τόσο «αφοσιωμένη» ήταν στην ανατροφή της κόρης της και ταυτόχρονα βαθύτητα πληγωμένη από την κακοποίηση που είχε υποστεί από το βάναυσο σύζυγο, ώστε ούτε ήθελε να ακούσει για άντρες.

Η ζωή, εν τούτοις, μας επιφυλάσσει συχνά άλλα από όσα σχεδιάζουμε. Έτσι, όταν γνώρισε τον Μάρκο, το γυμναστή της Μαρίλιας που την προπονούσε στο βόλεϊ, ένιωσε κάτι πρωτόγνωρο: τον έρωτα που κάνει την καρδιά να χτυπά σαν τρελή, τα γόνατα να «κόβονται» και ρίγη ανατριχίλας να διαπερνούν το κορμί. Όσο κι αν προσπάθησε να «πνίξει» αυτά τα συναισθήματα, όσο κι αν πάλεψε για να του αντισταθεί, δεν τα κατάφερε τελικά. Η Αλίκη αφέθηκε στα υπέροχα συναισθήματα που για πρώτη φορά βίωνε. Η σχέση της με τον Μάρκο ήταν τόσο έντονη, ώστε πολλές φορές ένιωθε ότι η καρδιά της θα σπάσει από ευτυχία και συνάμα φόβο! Δεν ήξερε αν άξιζε τόση ευτυχία, η αλήθεια είναι ότι έτρεμε την ευτυχία που ένιωθε, γιατί φοβόταν ότι μία μέρα θα ξυπνούσε κι ο εφιάλτης του παρελθόντος θα ξαναζωντάνευε….

Η Μαρίλια δεν ενέκρινε τη σχέση της μητέρας της. Ήταν δύσκολο για μία 17χρονη να βλέπει τη μητέρα της με άλλον άντρα. Ήταν ένα κορίτσι στην εφηβεία, με τις φοβίες, τις ευαισθησίες, τους εγωισμούς, που κάθε έφηβη κρύβει μέσα στην ψυχούλα του. Άλλωστε, τα συναισθήματα που έτρεφε για τον πατέρα της ήταν αντιφατικά, αγάπης-μίσους, θ έλεγε κανείς: από τη μία τον μισούσε για όλα όσα είχε κάνει στη μάνα της, από την άλλη δεν μπορούσε να ξεχάσει, όσο κι αν ήθελε, όσο κι αν προσπαθούσε, την αγκαλιά του πατέρα της που για εκείνη ήταν πάντα μία μεγάλη και τρυφερή αγκαλιά, όσο άκαρδος κι αν ήταν για τη μάνα της. Ωστόσο, πρώτη φορά η Μαρίλια έβλεπε τη μανούλα της να χαμογελά, γι’ αυτό αποφάσισε να προσπαθήσει να δεχτεί τη σχέση της με τον Μάρκο.

Δεν ήταν όμως μόνο η Αλίκη ερωτευμένη, αλλά κι η 17χρονη Μαρίλια είχε αρχίσει να ερωτεύεται. Ναι, για πρώτη φορά στην εφηβική της ζωή ένιωθε τους παλμούς της καρδιάς να αγγίζουν κόκκινο. Δεν τολμούσε όμως να εξομολογηθεί τον έρωτά της σε κανέναν, ούτε καν στη μάνα της που ήταν η καλύτερη της φίλη, γιατί φοβόταν τις αντιδράσεις. Ήταν μία «απαγορευμένη αγάπη», ένας έρωτας που έπρεπε να μείνει κρυφός, γιατί θα ξεσήκωνε θύελλα αντιδράσεων. Ήταν ερωτευμένη με έναν άντρα που δεν έπρεπε. Ο έρωτας όμως συχνά παίζει περίεργα παιχνίδια, πόσο μάλιστα στην περίοδο της εφηβείας όπου κάθε νέος θέλει απλώς να ζήσει με ένταση, με πάθος και δίχως όρια, τα πάντα….

Γι’ αυτό, η Μαρίλια, κλεισμένη στον εαυτό της, πάλευε, ώστε να μην αφεθεί στα συναισθήματα που ένιωθε για εκείνον τον άντρα. Προσπαθούσε να μείνει συγκεντρωμένη στα μαθήματά της, αλλά το μυαλό της ήταν συνεχώς σε εκείνον. Ευτυχώς ή δυστυχώς, η καρδιά μας παίζει παιχνίδια που συχνά μας οδηγούν σε άλλα μονοπάτια από αυτά που ορίζει η λογική. Στο μεταξύ, είχε να «πολεμήσει» και μ’ ένα ακόμα πρόβλημα: τη ζήλια της Ζένιας, της συμμαθήτριάς της. Μεταξύ των εφήβων, αρκετές φορές, οι αντιπαραθέσεις μπορεί να φτάσουν στα άκρα τα πράγματα. Το μυαλό των εφήβων λειτουργεί περίπλοκα. Μέχρι να έρθει η Μαρίλια στο σχολείο, η Ζένια είχε τα «πρωτεία» μεταξύ των συμμαθητών. Ήταν θα λέγαμε αυτή που «έλυνε και έδενε», που κανόνιζε τα πάντα στην τάξη της. Η πιο δημοφιλής που όλα τα αγόρια είχαν ερωτευτεί και όλα τα κορίτσια ήθελαν για παρέα, όχι γιατί την συμπαθούσαν ειλικρινά αλλά για να κερδίσουν κάτι από τη δημοφιλία της. Η Ζένια ήταν αντιπαθητικό κορίτσι κι έψαχνε κάθε ευκαιρία για να κάνει τη ζωή της Μαρίλιας δύσκολη. Αυτό που ουσιαστικά έψαχνε να βρει ήταν ο τρόπος για να κάνει την Μαρίλια πέρα και να γίνει ξανά η «βασίλισσα» του σχολείου. Κάτι που όλα τα κοριτσάκια, σε όλα τα σχολεία, επιθυμούν: να είναι τα πιο αγαπητά και ποθητά. Η ευκαιρία τελικά δόθηκε, όταν η Μαρίλια έκανε το μεγάλο λάθος και ξεκίνησε την ολέθρια σχέση….

Η συνέχεια….

Η Μαρίλια αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο της καρδιάς της. Μόνο που αυτός ο δρόμος θα ήταν και η καταστροφή της. Καμία έφηβη όμως δεν σκέπτεται τις συνέπειες, όταν η καρδιά είναι γεμάτη συναισθήματα. Η 17χρονη κοπέλα αφέθηκε σε αυτό που ένιωθε καιρό τώρα για τον καθηγητή των μαθηματικών, τον 35χρονο Πέτρο Μαρτίνο, έναν από τους πιο αγαπητούς καθηγητές του σχολείου. Ήταν, στ’ αλήθεια, ένας πολύ γοητευτικός άντρας που είχε κερδίσει τους μαθητές του με τη γοητεία, το χιούμορ του, τη γλυκύτητα, αλλά και τον υπέροχο τρόπο με τον οποίο δίδασκε τα μαθηματικά, κάνοντας και τον πιο αδύναμο μαθητή να τα αγαπήσει. Αυτός ο μοναδικός του τρόπος έκανε και την Μαρίλια –στερημένη από την πατρική φιγούρα- να τον ερωτευτεί με όλη τη δύναμη της παιδικής ψυχής της. Γιατί ήταν ακόμα παιδί! Σχεδόν όλες οι μαθήτριες, βέβαια, ήταν ερωτευμένες με τον γοητευτικό καθηγητή που δεν περνούσε απαρατήρητος. Εκείνος ποτέ δεν είχε δώσει δικαιώματα, ήταν μεν φιλικός και κοντά στα παιδιά, αλλά έβρισκε πάντα τον τρόπο να κρατά αποστάσεις. Εκείνη τη φορά όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Ήταν, άραγε, γραφτό να βρεθούν αυτοί οι άνθρωποι μαζί;

Ο Πέτρος δέχτηκε, σχεδόν με χαρά, σαν να ήλπιζε να συμβεί αυτό, το φλερτ της 17χρονης και το προχώρησε ένα βήμα παραπάνω. Η σχέση τους ολοκληρώθηκε λίγο καιρό αργότερα, όταν και οι δύο επέλεξαν να ζήσουν στα όρια, αψηφώντας κάθε λογική, κάθε πρέπει και μη. Ο Πέτρος χώρισε από τη σχέση που διατηρούσε τα τελευταία τρία χρόνια με μία συνομήλικη συνάδελφό του, χωρίς ασφαλώς να της αποκαλύψει την αληθινή αιτία του χωρισμού. Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, ο Πέτρος ήταν ερωτευμένος με την 17χρονη μαθήτρια. Η σχέση τους, όμως, ήταν εκ των πραγμάτων ήταν καταδικασμένη: μία μεγάλη διαφορά ηλικίας να τους χωρίζει, αλλά πρωτίστως το γεγονός ότι ήταν ο καθηγητής της, δημιουργούσε αξεπέραστα εμπόδια μεταξύ τους. Η Μαρίλια τελείωνε το Λύκειο σε 1,5 χρόνο, οπότε ήταν υποχρεωμένη να συμβαδίζει με τα πρέπει που επιβάλλονταν από το σχολικό περιβάλλον. Ο Πέτρος, που ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε κάνει κάτι που ξεπερνούσε τα όρια, τώρα ζούσε τον απαγορευμένο έρωτα, με όλο το πάθος που μπορεί να έχει ένας 35χρονος άντρας. Οι περισσότεροι θα τον χαρακτήριζαν «ξεδιάντροπο» που έκανε σχέση με ένα κοριτσάκι, μία μαθήτρια του. Η Μαρίλια, αρκετά πιο ώριμη για την ηλικία της, τόσο σωματικά όσο και πνευματικά, του προσέφερε όλα όσα είχε ονειρευτεί. Κι οι ώρες, οι μέρες, οι μήνες, κυλούσαν τόσο όμορφα και για τους δύο. Κανείς τους δεν ήθελε να ξυπνήσει από αυτό το όμορφο όνειρο που ζούσαν. Εάν μπορούσαν, θα ήταν όλη μέρα αγκαλιά….

Όποιος όμως παίζει με τη φωτιά, συνήθως καίγεται. Αυτό ακριβώς συνέβη και σε αυτή την περίπτωση. Όσο κι αν προσπαθούσαν να κρατήσουν κρυφή τη σχέση τους, δεν τα κατάφεραν. Η «εχθρός» της Μαρίλιας, η Ζένια, την ζήλευε τόσο που περίμενε την παραμικρή αφορμή για να της κάνει κακό. Τον τελευταίο καιρό είχε γίνει η σκιά της, γιατί είχε καταλάβει ότι κάτι τρέχει με την Μαρίλια. Πραγματικά η Μαρίλια ήταν συνεχώς αφηρημένη, είχε απομακρυνθεί από τις παρέες, δεν ασχολιόταν τόσο ουσιαστικά, όπως πριν, με τις υποχρεώσεις της ως πρόεδρος της τάξης, ενώ και οι επιδόσεις της στα μαθήματα, ακόμα και στο βόλεϊ, είχαν αρχίσει να πέφτουν αισθητά. Εκείνο το απόγευμα, η Ζένια ακολούθησε την Μαρίλια. Το θέαμα που αντίκρισε την έκανε να τα χάσει, γιατί δεν περίμενε ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τόσο συγκλονιστικό και μάλιστα στο συγκεκριμένο μικρό νησί, όπου ο ένας γνώριζε τον άλλον, τα κουτσομπολιά έδιναν και έπαιρναν και τα νέα διαδίδονταν με ταχύτητα αστραπής.

Όταν τους είδε, λοιπόν, να φιλιούνται με πάθος σε εκείνο το απόμακρο βραχάκι, η ζήλια φούντωσε ακόμα περισσότερο μέσα της. Κρατήθηκε να μην πάει πιο κοντά. Κρατήθηκε να μην τους μιλήσει. Αφού πέρασαν τα πρώτα δευτερόλεπτα του σοκ, ένα σατανικό χαμόγελο διαγράφηκε στο χλομό πρόσωπό της. Συνειδητοποίησε ότι αυτό που συνέβαινε εκείνη τη στιγμή ήταν κάτι πολύ σοβαρό που θα οδηγούσε σίγουρα στην καταστροφή της Μαρίλιας. Όσο για τον καθηγητή, αν κι ήταν και εκείνης ο αγαπημένος, δεν την ένοιαζε εάν θα τον τιμωρούσε ο διευθυντής του σχολείου. Το μίσος που έτρεφε για την Μαρίλια ήταν τόσο μεγάλο που θα έκανε τα πάντα για να την βγάλει από τη μέση. Αμέσως έβγαλε το κινητό από τη σχολική της τσάντα κι άρχισε να τραβάει φωτογραφίες: άλλες θολές, άλλες λίγο καλύτερες, γιατί τους χώριζε κάποια απόσταση και δεν μπορούσε να πάει πιο κοντά. Λίγα δευτερόλεπτα χρειάστηκαν για να καταστρέψει τις ζωές και των δύο: μία αποστολή, μία προώθηση και η πιο «καλή» φωτογραφία που είχε τραβήξει είχε σταλεί στο κινητό όλων των παιδιών του σχολείου.

Οι επόμενοι μήνες μετατράπηκαν σε εφιάλτη για την Μαρίλια. Ναι, για μία φορά ακόμα ο εφιάλτης ξαναζωντάνευε. Όπως συμβαίνει συνήθως, γύρω από τον 35χρονο καθηγητή απλώθηκε ένα δίχτυ προστασίας από τους συναδέλφους του. Άλλωστε, εκείνος ήταν ο άντρας. Και συνήθως οι άντρες είναι «αθώοι» στον «πόλεμο του έρωτα». Ακόμα κι όταν πρόκειται για ένα ανήλικο κορίτσι. Το ανήλικο από θύμα είχε μετατραπεί σε «θύτη». Από την άλλη, κανείς δεν ήθελε να ξεσπάσει ένα σκάνδαλο που θα δυσφημούσε το σχολείο και το νησί. Οι φωτογραφίες που είχε τραβήξει η Ζένια με το κινητό της ήταν τόσο θολές που κανείς δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα ότι ο νεαρός καθηγητής ήταν ο άντρας που φιλούσε την Μαρίλια. Και την Μαρίλια μόνο από τα ρούχα και τη σχολική της σάκα, την αναγνώριζε κανείς. Άλλωστε, η αλήθεια είναι ότι μία φωτογραφία, από μόνη της, δεν μπορούσε να τεκμηριώσει κάτι τόσο σοβαρά.

Αντίθετα, από ότι συνέβη με τον Πέτρο, τα βλέμματα όλων –μαθητών και καθηγητών- είχαν γεμίσει περιφρόνηση απέναντι στη Μαρίλια, η οποία απομονώθηκε. Για μία φορά ακόμα, έμεινε μόνη, έχοντας χάσει τα πάντα. Έχασε το αξίωμα της προέδρου της τάξης, αναγκάστηκε να φύγει από την ομάδα βόλεϊ και κατέληξε να γίνει ο «σάκος του μποξ» για να βγάλουν καθηγητές και μαθητές τα απωθημένα πάνω της. Όσο για τον Πέτρο, επέλεξε να ακολουθήσει το δρόμο που του υπέδειξε ο διευθυντής για να μη χάσει τη δουλειά του, αλλά και να διατηρήσει αλώβητη τη φήμη του. Γι’ αυτό προσπάθησε να κρατήσει μακριά του την Μαρίλια, όσο κι αν η καρδιά του χτυπούσε ακόμα για εκείνην, τη «μικρή νεράιδα» Γύρισε στην πρώην κοπέλα του, αφού της ζήτησε συγγνώμη και την παρακάλεσε να προσπαθήσουν ξάνά. Εκείνη τον συγχώρεσε και πορεύτηκε μαζί του, δίνοντάς του όμως τελεσίγραφο «με την πρώτη στραβή που θα μου κάνεις, σε έχω ξεγράψει και να με ξεχάσεις για πάντα».

Τα λόγια του διευθυντή ήταν ακόμα πιο απειλητικά: «Αυτήν τη φορά σοβαρολογώ, κ. Μαρτίνο. Μπορεί να την γλιτώσατε, αλλά να ξέρετε ότι όλοι μας πλέον, συνάδελφοι, γονείς, ακόμα και μαθητές, σας παρακολουθούμε. Έτσι και κάνετε μία στραβή, την έχετε βάψει. Προσέξτε καλά, μιλάμε για την καριέρα σας, αλλά και για την προσωπική σας ζωή. Θα διαπομπευθείτε, θα χάσετε κάθε ίχνος αξιοπρέπειάς σας, δεν θα ξαναεργαστείτε. Το σκάνδαλο θα είναι τεράστιο. Μιλάμε για ένα ανήλικο κορίτσι κατ’ αρχάς και κατά δεύτερον, μην ξεχνάτε ότι είσαστε ο καθηγητής της. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Μπορεί να βρεθείτε μπλεγμένος ακόμα και στα δικαστήρια και να καταλήξετε στη φυλακή. Ο μόνος λόγος που δεν κινδυνεύετε στην παρούσα φάση και που σας καλύπτουμε, για να το πω ωμά, είναι γιατί δεν υπάρχουν –ευτυχώς για εσάς- αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν μία ερωτική σχέση. Είναι σαν να σας δίνεται μία ευκαιρία, μην την πετάξετε στα σκουπίδια. Μην παίξετε ξανά με τη φωτιά, γιατί είναι σίγουρο ότι θα καείτε».

Μόλις η Αλίκη έμαθε τα γεγονότα, ότι η μονάκριβη κόρη της, το αγγελούδι της είχε δημιουργήσει δεσμό με τον ίδιο της το καθηγητή, έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι το δικό της παιδί, το δικό της αγγελούδι, θα μπορούσε να κάνει κάτι τόσο ακραίο, χωρίς να νοιαστεί για τις συνέπειες, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στις ζωές όλων τους. Πρώτη φορά που η Μαρίλια έβλεπε τη μητέρα της τόσο εξαγριωμένη, το βλέμμα της είχε σκληρύνει, τα λόγια της ήταν πικρά: «Πώς μπόρεσες να μας το κάνεις αυτό; Μα καλά, τι σκεφτόσουν; Για μία αξιοπρέπεια πάλευα όλη μου τη ζωή, γι’ αυτό ήρθαμε εδώ και προσπαθούσα πέντε ολόκληρα χρόνια να χτίσω κάτι καλό για να ζήσουμε μία φυσιολογική ζωή κι εσύ τα γκρέμισες όλα. Νόμιζα ότι ήσουν ένα ώριμο κορίτσι. Ποτέ πριν δεν με είχες στενοχωρήσει. Δεν μπορώ ούτε στα μάτια να σε κοιτάξω πια. Δεν σε αναγνωρίζω. Δεν ξέρω ποια είσαι».

Η Μαρίλια προσπάθησε να εξηγήσει, να μιλήσει για τα συναισθήματα της. Τα συναισθήματα μίας έφηβης που έχει ερωτευτεί με όλη τη δύναμη της αθώας της ψυχής. Τα λόγια της όμως, όχι μόνο δεν έπεισαν, αλλά εξαγρίωσαν ακόμα περισσότερο τη μητέρα της: «Τον ερωτεύτηκα! Δεν έχεις ποτέ σου ερωτευτεί; Ήταν κάτι πέρα από τις δυνάμεις μας και τώρα δεν με νοιάζει τίποτα, εγώ θα τον βρω ξανά και θα είμαστε μαζί, γιατί αγαπιόμαστε αληθινά, Και κανείς από εσάς δεν μπορεί να μας χωρίσει: ούτε εσύ, ούτε οι κωλοκαθηγητές του σχολείου, ούτε οι κωλοσυμμαθητές μου που με κάρφωσαν. Ακούς; Κανείς!».

Το χαστούκι που της έδωσε η Αλίκη, η Μαρίλια δεν θα το συγχωρούσε ποτέ, γιατί η μάνα της, της είχε υποσχεθεί ότι ποτέ δεν θα άπλωνε χέρι απάνω της. Δεν θα επαναλάμβανε όλα όσα είχε κάνει ο πατέρας της σε εκείνη. Ήταν όμως εκτός εαυτού. «Αυτό τον άνθρωπο, τον…καθηγητή… ο Θεός να τον κάνει… θα τον καταστρέψω. Θα τον σύρω στα δικαστήρια, θα τον ρεζιλέψω. Δεν θα μπορέσει να ξαναδουλέψει, αλλά ούτε και να βρει γαλήνη. Σε εκμεταλλεύτηκε με τον πιο αισχρό τρόπο και θα πάθει αυτό που του αξίζει πραγματικά. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα χάσω όλα τα χρήματά μου στους δικηγόρους. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει δημοσιότητα που καταλαβαίνεις τις τεράστιες επιπτώσεις που θα έχει αυτό για εμάς τώρα που είχαμε βρει την ησυχία μας», αυτά ήταν τα απειλητικά λόγια της μητέρας που ήθελε να προστατεύσει την τιμή της μονάκριβης κόρης του, αλλά και τα λόγια της Μαρίλιας ήταν ακόμα πιο σκληρά: «Αν πειράξεις τον Πέτρο, να ξεχάσεις ότι είχες κόρη! Εγώ πέθανα για εσένα! Το κατάλαβες αυτό; Κι όσο για τον πατέρα μου, μην ανησυχείς. Δεν θα μας βρει αυτός, εγώ θα τον αναζητήσω, γιατί μου έχει λείψει πολύ. Με πήρες νύχτα από κοντά του και δεν του έδωσες ευκαιρία να μου πει μία λέξη. Να μου εξηγήσει. Να μου εξηγήσει γιατί ήταν τόσο καλός μαζί μου και τόσο βίαιος με εσένα. Είχε πρόβλημα με το αλκοόλ και τον τζόγο, γι’ αυτό σου φερόταν έτσι, αλλά ήταν άρρωστος, ήθελε βοήθεια, δεν έφταιγε για τη βίαιη συμπεριφορά του, αφού το αλκοόλ μιλούσε. Εσύ όμως αντί να τον βοηθήσεις, τον παράτησες, δίχως να ρωτήσεις ούτε αυτόν, ούτε εμένα για το τι αισθανόμαστε και τι πραγματικά θέλουμε».

Τα λόγια της Μαρίλιας, σαν μαχαίρι κοφτερό, έκοψαν την καρδιά της Αλίκης στα δύο. Δεν μπορούσε να πιστέψει, ούτε να αντέξει ότι η κόρη της είχε εκτοξεύσει εναντίον της τόσο βαριές κατηγορίες. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Αμίλητη, με δάκρυα να κυλούν από τα μάτια της, χωρίς να μπορεί να τα ελέγξει, βγήκε από το σπίτι. Έτρεξε ως το λιμάνι για να σκεφτεί, να πάρει αποφάσεις. Φτάνοντας στο λιμάνι, η Αλίκη πήρε τηλέφωνο τον Μάρκο. Είχε την ανάγκη να του μιλήσει. Ο Μάρκος έτρεξε να την βρει. Αντίκρισε μία γυναίκα σε άθλια κατάσταση. Δεν την είχε ξαναδεί έτσι, με μάτια πρησμένα από το κλάμα και με ένα πρόσωπο κατάχλομο. Έμοιαζε με φάντασμα. Ο Μάρκος την αγκάλιασε, αλλά τα λόγια που της είπε, την διέλυσαν: «Αγάπη μου, Αλικάκι μου, ελπίζω να με συγχωρέσεις. Σε αγαπώ πάρα πολύ. Είσαι η μοναδική γυναίκα που με έκανε να νιώσω ζωντανός. Τόσα χρόνια στο νησί, προχωρούσα δίχως σκοπό, δίχως προορισμό. Κι ύστερα ήρθες εσύ στη ζωή μου και της έδωσες νόημα. Όμως, είμαι ντόπιος και οφείλω να ακολουθήσω όσα προστάζει η ‘ηθική’ του νησιού μου. Ύστερα από αυτό το σάλο που έγινε με την κόρη σου, μιλάει όλο το νησί γι’ αυτό, δεν μπορώ να είμαι μαζί σου. Η κόρη σου κατέστρεψε τη σχέση μας, με την αμυαλιά της».

Η Αλίκη κόντεψε να λιποθυμήσει, ακούγοντας αυτά τα λόγια. Βρήκε όμως τη δύναμη να σταθεί στα πόδια της, να τον κοιτάξει για τελευταία φορά στα μάτια και με όση φωνή της είχε απομείνει, του είπε: «Εάν ξαναβάλεις στο στόμα σου την κόρη μου, θα σε σκοτώσω. Είσαι πολύ μικρός και τιποτένιος για να μιλήσεις εσύ για το παιδί μου, το αγγελούδι μου. Η κόρη μου είναι ένα πλάσμα αγγελικό. Ούτε εσύ, ούτε κανείς, δεν μπορεί και δεν θα μπορέσει ποτέ να φτάσει. Αυτός ο αλήτης, ο καθηγητής της, την εκμεταλλεύτηκε και κανείς σε αυτό τον κωλοτόπο δεν κάνει κάτι για να προστατέψει ένα ανήλικο που βιάστηκε, όχι μόνο σωματικά, αλλά κυρίως ψυχολογικά». Ο Μάρκος κάτι είπε πίσω από τα δόντια, αλλά η Αλίκη δεν τον άκουγε πια. Είχε άρχισε να τρέχει. Ήθελε να σωθεί από τα νύχια των «λύκων» που καραδοκούσαν, ήθελε να ξεχάσει όλα όσα είχαν συμβεί και την πλήγωναν, αλλά πλέον ήταν πολύ αργά….

Η Μαρίλια, στο μεταξύ, είχε μείνει μόνη, μέσα στο σκοτάδι του σπιτιού. Η σιωπή ήταν βαριά. Κι ένοχη μαζί. Έβαλε κι εκείνη τα κλάματα, έκλαψε με λυγμούς, μήπως καταφέρει να λυτρωθεί. Λάτρευε τη μάνα της, ήταν ο άνθρωπός της, το μοναδικό στήριγμά της τόσα χρόνια, αλλά εκείνη τη στιγμή, έκανε την επανάστασή της, όπως κάθε έφηβη κάνει. Η μάνα της δεν μπορούσε να την καταλάβει, να την νιώσει. Γι’ αυτό, έκανε μία ακόμα κίνηση, μέσα στην παρόρμησή της, που ήξερε ότι θα «σκότωνε» τη μάνα της, αλλά είχε ανάγκη να την κάνει. Βρήκε το νούμερο του κινητού τηλεφώνου του πατέρα της, που τόσα χρόνια κρατούσε γραμμένο σε ένα χαρτάκι, κλειδωμένο στο συρτάρι της, μέσα στο αγαπημένο της ημερολόγιο, και τον πήρε τηλέφωνο. Μετά από πέντε ολόκληρα χρόνια, θα άκουγε τη φωνή του. Ευχόταν να μην είχε αλλάξει τηλέφωνο. Ευχόταν να έκανε το σωστό.

Στη γραμμή ήταν ο πατέρας της. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, η φωνή της άρχισε να τρέμει. Δεν ήξερε πώς να νιώσει…αν έπρεπε να θυμώσει ή να χαρεί…τα λόγια ήρθαν από μόνα τους. Ο πατέρας της φάνηκε μετανιωμένος, της είπε ότι είχε θεραπευτεί από το αλκοόλ και τον τζόγο, με την πολύτιμη βοήθεια της νέας του γυναίκας, της μίλησε για τα δύο παιδάκια που έκανε με αυτήν τη γυναίκα και της είπε ότι θέλει πολύ να την δει, γιατί «είσαι η αγαπημένη μου κόρη. Πάλευα τόσα χρόνια με τις τύψεις μου. Προσπάθησα να σε βρω, αλλά μάταια. Σε παρακαλώ, δώσε μου μία ευκαιρία, να σου αποδείξω, έστω και τώρα πόσο πολύ σε αγαπώ. Ελπίζω να μην είναι αργά. Ξέρω, φέρθηκα απαίσια στη μάνα σου, αλλά ποτέ δεν με κατάλαβε, ποτέ δεν με βοήθησε. Έπρεπε να θεραπευτώ. Αν μου είχε σταθεί, ίσως τώρα να ήμασταν μαζί και, ποιος ξέρει, ίσως να ήμασταν καλά κι ευτυχισμένοι…». Αυτό που, ουσιαστικά, έκανε ο πατέρας της ήταν να ρίχνει το βάρος της ευθύνης στην Αλίκη. Η Μαρίλια, ενδεχομένως, αν δεν ήταν τόσο οργισμένη με τη μητέρα της, να είχε αντιδράσει. Στην παρούσα φάση, όμως, ήταν προβληματισμένη κι ευάλωτη. Είχε μεγάλη ανάγκη από την πατρική φιγούρα. Περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Γι’ αυτό τα λόγια του την άγγιξαν και χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες αυτής της απόφασης για τη μητέρα της, του υποσχέθηκε ότι θα ξαναμιλούσαν και ότι κάποια στιγμή, σύντομα μάλιστα, θα βρίσκονταν…

Οι μέρες κυλούσαν αργά και βασανιστικά. Πέρασε όμως ο καιρός, κι ας ήταν επώδυνος ο χρόνος που κυλούσε, κι ας ήταν ανοιχτές οι πληγές. Τα σχολεία ευτυχώς έκλεισαν, γιατί επιτέλους το νησί μύρισε καλοκαίρι. Η Μαρίλια δεν πήγε στη σχολική γιορτή, ούτε βρέθηκε με τους συμμαθητές της, σε όλη τη διάρκεια των θερινών μηνών. Είχε μείνει τελείως μόνη. Καταλαβαίνει κανείς, τι σημαίνει αυτή η απομόνωση για την ψυχολογία μίας έφηβης που έχει ανάγκη από φίλους. Έχει ανάγκη να αισθάνεται ότι ανήκει κάπου, ότι είναι αγαπητή. Ούτε όμως με τη μητέρα της είχε καταφέρει να αποκαταστήσει της σχέσεις, όσο κι αν το είχαν προσπαθήσει και οι δύο. Με τον Πέτρο είχε κόψει κάθε επαφή, γιατί εκείνος την έδιωξε από κοντά του και δεν την άφησε να τον πλησιάσει ξανά. Αλλά κι η Αλίκη δεν είχε ξαναμιλήσει με τον Μάρκο μετά από εκείνο το απόγευμα στο λιμάνι. Ο σάλος, ευτυχώς, είχε αρχίσει να καταλαγιάζει και το καλοκαίρι ήταν η τέλεια ευκαιρία για να ξεχαστεί ακόμα περισσότερο η ιστορία ή καλύτερη να «θαφτεί» πίσω από τα ένοχα βλέμματα και τις σιωπές. Έτσι, σιγά σιγά, όλα ξανά άρχισαν να μπαίνουν, φαινομενικά, σε μία «φυσιολογική» ροή. Τίποτα όμως δεν ήταν όπως πριν. Τίποτα δεν θα ήταν ξανά όπως παλιά. Όλα έμοιαζαν κίβδηλα, απατηλά.

Εκείνος ο 15Αυγουστος θα έφερνε στην επιφάνεια την ενοχή όλων όσων εμπλέκονταν σε αυτήν τη σκοτεινή υπόθεση. Όταν ξημέρωνε η μέρα της Παναγίας, όλοι θα έβλεπαν μέσα στα ταραγμένα κύματα, τα λάθη τους. Όλοι θα έβλεπαν στο άψυχο κορμάκι τα χέρια τους. Κανείς όμως δεν θα παραδεχόταν την ενοχή του. Κανείς δεν θα έλεγε την αλήθεια. Πίσω από τα δάκρυα, θα «έθαβαν» για μία ακόμα φορά την αλήθεια. Κι αφού πενθούσαν για το αγγελούδι που, τόσο άδικα, έφυγε από τη ζωή, θα προχωρούσαν τη ζωή τους. Και κάποτε, ίσως ξεχνούσαν κι απλώς θυμούνταν την τραγική αυτή ιστορία, με μία πικρία…Ήταν 7 το απόγευμα της 14ης Αυγούστου. Η Μαρίλια ετοιμαζόταν για τη συνάντηση που χρόνια ονειρευόταν. Είχε ραντεβού με τον πατέρα της στις 8 το βράδυ. Θα τον έβλεπε μετά από πέντε ολόκληρα χρόνια κι ήταν ενθουσιασμένη. Είχανε κανονίσει να βρεθούνε. Θα ερχόταν στο νησί για μία μέρα, μόνο για να δει την κόρη του, κρυφά, κι ύστερα θα έφευγε. Έτσι της είχε πει, έτσι της είχε υποσχεθεί. Και μετά έβλεπαν τι θα γινόταν. Η Μαρίλια περίμενε αυτήν τη συνάντηση με πολύ μεγάλη αγωνία αλλά και χαρά.

Με τη μητέρα της, όλο αυτό τον καιρό, δεν αντάλλασσαν πολλές κουβέντες. Η μία απέφευγε την άλλη. Εκείνο το απόγευμα όμως, λες κι ήταν το ένστικτο της μάνας που την οδήγησε, η Αλίκη έσκυψε και φίλησε το παιδί της. Της ζήτησε συγγνώμη για το χαστούκι που της είχε δώσει, την αγκάλιασε και της υποσχέθηκε ότι από εδώ και στο εξής θα είναι πάντα δίπλα της. Η Μαρίλια έκλαψε με λυγμούς στον ώμο της μητέρας της, γιατί κουβαλούσε στην παιδική ψυχούλα της ένα βαρύ φορτίο. Ήθελε τόσο πολύ να της πει την αλήθεια για τον πατέρα της, για την επικείμενη συνάντησή τους, αλλά δεν τόλμησε. Ένα ακόμα ψέμα –το τελευταίο ψέμα που θα έλεγε στη ζωή της-. Της είπε ότι θα πήγαινε στο σπίτι της συμμαθήτριας της της Ελπίδας, της μοναδικής φίλης που της είχε απομείνει, της μοναδικής φίλης που της είχε σταθεί σε αυτή την περιπέτεια. Η μητέρα την πίστεψε και δεν ρώτησε τίποτα παραπάνω.

Η Μαρίλια, πριν κλείσει πίσω της την πόρτα, κοντοστάθηκε και είπε μόνο αυτό: «Μανούλα, σ’ αγαπώ πολύ. Να το θυμάσαι, εντάξει; Σ’ ευχαριστώ για όλα όσα έχεις κάνει για εμένα όλα αυτά τα χρόνια. Στάθηκες μάνα και πατέρας μαζί. Έκανες όσα λίγες μάνες θα είχαν το σθένος να κάνουν. Κι εγώ σου υπόσχομαι ότι από αύριο τα πράγματα θα είναι καλύτερα». Η Αλίκη χαμογέλασε, ίσως σκέφτηκε, να τα καταφέρουμε τελικά. Η Μαρίλια έφυγε για να συναντήσει το πατέρα της σε εκείνη την απόμερη παραλία του νησιού. Είχε ένα τέταρτο μπροστά της πριν το ραντεβού τους, η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Αποφάσισε να κάνει μία ακόμα κίνηση μέσα στην παρόρμησή της. Με γοργά βήματα έφτασε έξω από το σπίτι του Πέτρου. Χτύπησε το κουδούνι του. Έπρεπε να του μιλήσει, δεν είχαν καν βάλει τελεία στη σχέση τους. Ο Πέτρος άνοιξε την πόρτα και της είπε να μπει μέσα.

Εκείνο το βράδυ η Μαρίλια δεν γύρισε σπίτι….μόλις ξημέρωσε η μέρα της Παναγίας, μικρές ψιχάλες, σαν να ήταν τα δάκρυα της Παναγιάς, άρχισαν να πέφτουν. Η Αλίκη έτρεχε, σαν τρελή, στους δρόμους. Το προαίσθημα της μάνας την οδήγησε στη θάλασσα: στο αγαπημένο μέρος της Μαρίλιας. Λάτρευε τη θάλασσα, γιατί μόνο μέσα σε αυτήν, όπως η ίδια έλεγε, μπορούσε να βρει τη γαλήνη και την ελευθερία της. Στο μέρος που τόσο αγαπούσε, στη θάλασσα, έχασε τη ζωή της. Το 17χρονο αγγελούδι βρέθηκε πνιγμένο. Ένα τραγικό τέλος γράφτηκε σε μία τραγική ιστορία. Το σοκ ήταν τεράστιο. Η Αλίκη δεν ξαναμίλησε μετά από εκείνη τη μέρα. Έχασε τα λογικά της και νοσηλεύτηκε μέχρι το τέλος της ζωής της στο δημόσιο ψυχιατρείο.

Οι ένοχοι του άγριου αυτού εγκλήματος πολλοί. Πολλοί φέρουν ηθική ευθύνη. Ένας φονιάς όμως παρέμενε ελεύθερος και έπρεπε, με κάθε τρόπο, να βρεθεί και να τιμωρηθεί για το άγριο έγκλημά του, ώστε η Μαρίλια να αναπαυτεί στην μεγάλη αγκαλιά του ουρανού. Η δικαιοσύνη πρέπει να αποκατασταθεί. Και η τιμωρία για όποιον αφαίρεσε την ζωή από μία ανήλικη ψυχή πρέπει να είναι πολύ βαριά….

Το τέλος….
Γραφει η Αναστασία Μαύρου

Το βράδυ της 14ης Αυγούστου γράφτηκε το τραγικό τέλος, για την έφηβη Μαρίλια. Είχε φύγει από το σπίτι της, γεμάτη συναισθήματα χαράς κι ενθουσιασμού, με σκοπό να συναντήσει τον πατέρα της στο λιμάνι. Θα τον έβλεπε μετά από πέντε ολόκληρα χρόνια! Κοριτσάκι ήταν όταν είχαν φύγει, κρυφά μέσα στη νύχτα με τη μητέρα της, και τώρα ήταν μία κοπέλα, γεμάτη ανησυχίες, προβληματισμούς, ευαισθησίες, όπως κάθε έφηβη. Φοβόταν ότι ο πατέρας της δεν θα την αναγνώριζε. Είχε βέβαια τις επιφυλάξεις και τους ενδοιασμούς για αυτήν τη συνάντηση, όμως ήθελε, με όλη τη δύναμη της καρδιάς της, να δει τον πατέρα της. Έστω για μία τελευταία φορά. Έστω για να του δώσει την ευκαιρία να της εξηγήσει γιατί ήταν τόσο βίαιος απέναντι στη μητέρα της. Κι ανάλογα με την εξήγησή του, εκείνη θα αποφάσιζε εάν θα τον συγχωρούσε ή όχι.

Πάντως, πρώτη φορά, μετά από πολύ καιρό, αισθανόταν την ευτυχία να πλημμυρίζει το είναι της. Το ραντεβού τους ήταν στις 8. Είχε αρκετή ώρα μπροστά της, αλλά το σπίτι δεν την χωρούσε. Έφυγε αρκετά νωρίτερα. Στο δρόμο, αποφάσισε να κάνει μία στάση. Δεν το είχε προσχεδιάσει. Με την καρδιά να χτυπάει δυνατά, έφτασε έξω από το σπίτι του Πέτρου και χτύπησε την πόρτα. Σαν κάποια «μοίρα» να την είχε σπρώξει σε εκείνον, εκείνη τη μοιραία για τη ζωή της μέρα. Θα τον παρακαλούσε να δώσουνε μία δεύτερη ευκαιρία στη σχέση τους. Δεν άντεχε μακριά του και βαθιά της πίστευε ότι θα μπορούσαν να είναι μαζί και να ζήσουν τον έρωτά τους, δίχως τα όρια που προστάζει η στενή λογική και δίχως τα «πρέπει» και τα «μη» της συντηρητικής κοινωνίας στην οποία ζούσαν.

Ίσως, βέβαια, κι η ίδια ήξερε ότι έκανε λάθος, γιατί ο Πέτρος ήταν ο καθηγητής της, αλλά μία έφηβη βλέπει πάντοτε με τα μάτια της καρδιάς κι όχι της λογικής. Ο Πέτρος ξαφνιάστηκε όταν την είδε, αλλά –χωρίς κι ο ίδιος να περιμένει ότι θα έκανε κάτι τέτοιο- της είπε να περάσει μέσα. Είχε να την δει καιρό. Ξαφνικά, άρχισε κι η δική του η καρδιά να χτυπάει δυνατά. Ήθελε να την σφίξει στην αγκαλιά του και να την φιλήσει. Δεν το έκανε. Προσπάθησε να «χαλιναγωγήσει» το πάθος του και να φανεί λογικός. Κάποιος, σε αυτή την ιστορία, έπρεπε να είναι ο «λογικός» για να μην εκτραπούν τα πράγματα.
Η μικρή, ωστόσο, έπεσε μέσα στην αγκαλιά του. Σαν ένα σπουργίτι που ζητά την τρυφερότητα και την αγάπη. Ο Πέτρος την έσπρωξε. Και τότε έγινε κάτι μαγικό. Η Μαρίλια τον κοίταξε μέσα στα μάτια με όλο το πάθος που μπορεί να κρύβει μία έφηβη ψυχή και τον φίλησε. Ο Πέτρος, τότε, δεν αντιστάθηκε. Εκείνη τη στιγμή, την ήθελε πιο πολύ κι από τη ζωή του. Κανείς δεν ξέρει αν αυτό που αισθάνονταν ήταν αληθινός έρωτας ή ένα δυνατό πάθος. Η ουσία ήταν ότι ήταν κι οι δύο τους ευτυχισμένοι…

Ο Πέτρος όμως, παρασυρμένος από το πάθος της στιγμής, δεν είχε προβλέψει μία σημαντική παράμετρο. Την Έλσα. Την αρραβωνιαστικιά του, συνάδελφο καθηγήτρια, η οποία παρά το σάλο που είχε ξεσπάσει μετά την αποκάλυψη της σχέσης του Πέτρου με την Μαρίλια, είχε αποφασίσει να του δώσει μία δεύτερη ευκαιρία, όταν εκείνος της ορκίστηκε ότι θα ξεκόψει από τη μικρή. Εκείνο το απόγευμα, η Έλσα αποφάσισε να κάνει έκπληξη στον Πέτρο που δεν την περίμενε, καθώς του είχε νωρίτερα τηλεφωνήσει για να του πει ότι ήταν κουρασμένη και θα ξάπλωνε. Με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη της, άνοιξε βιαστικά την πόρτα με τα κλειδιά της. Το θέαμα που αντίκρισε την σόκαρε. Δεν πίστευε στα μάτια της. Ήταν λες κι είχε αποκοιμηθεί και έβλεπε έναν φρικτό εφιάλτη.

Βλέποντας τον Πέτρο αγκαλιά με την Μαρίλια, πεσμένους στο πάτωμα, ένιωσε ότι έχανε τη γη κάτω από τα πόδια της. Το βλέμμα της θόλωσε. Έτρεμε. Ο πανικός όμως και το σοκ της στιγμής, δεν την εμπόδισαν να αντιδράσει βίαια. Κυριολεκτικά, χίμηξε στον Πέτρο και με φωνή «σπασμένη» του φώναξε «Πώς μπόρεσες; Τελικά, είσαι ανώμαλος! Δεν εξηγείται αλλιώς. Με μία ανήλικη; Μα τι σκεφτόσουν; Θα σε καταστρέψω. Θα σας καταστρέψω και τους δύο. Σε μισώ. Θα σας κάνω ρεζίλι. Εσύ δεν θα μπορέσεις να ξαναδουλέψεις, ούτε να έχεις μούτρα να εμφανιστείς στο νησί, νύχτα θα φύγεις! Κι εσύ, μικρή, ελευθέρων ηθών, δεν θα μπορέσεις ποτέ να φτιάξεις την εικόνα σου, ούτε τη ζωή σου. Δεν λένε, καλύτερα να σου βγει το μάτι; Τώρα θα το νιώσεις καλά στο πετσί σου και θα παρακαλούσες τον Θεό να μην με είχες γνωρίσει!». Με αυτά τα λόγια, η Έλσα απείλησε και τους δύο.

Η Έλσα ήταν, πραγματικά, εκτός εαυτού. Ο Πέτρος προσπάθησε να την ηρεμήσει, να την λογικέψει, αλλά μάταια. Τα λόγια του έπεσαν στο βρόντο «Άφησέ με να σου εξηγήσω. Δεν το ήθελα.. Είναι κάτι που με ξεπερνάει όμως. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να νιώσω έτσι για ένα κοριτσάκι, όπως λες, αλλά νιώθω τόσο ερωτευμένος που δεν αντέχω μακριά της. Συγχώρεσε με. Δεν είχα σκοπό να σε πληγώσω». Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του και η Έλσα άρχισε να γελάει, με ένα γέλιο «ψεύτικο» που έκρυβε πίκρα και θυμό μαζί. «Εσύ δεν αγαπάς ούτε τα άντερά σου. Απλώς, η μικρή σου έχει εξυψώσει το ηθικό και σου έχει τονώσει τον αρρωστημένο σου εγωισμό. Τα έχεις τόσο μπερδεμένα στο μυαλό σου που ρισκάρεις να χάσεις τα πάντα στη ζωή σου για μία βλακεία, μία επιπολαιότητα, ένα κορίτσι ελευθέρων ηθών, με μία μάνα του δρόμου!».

Η τελευταία φράση εξόργισε την Μαρίλια που δεν δεχόταν κουβέντα για τη μάνα της, τον πιο αγαπημένο και πολύτιμο άνθρωπο στη ζωή της. Σαν θηρίο ανήμερο όρμησε επάνω στην Έλσα κι άρχισε να την βρίζει με το πιο χυδαίο λεξιλόγιο και να την χτυπάει στο πρόσωπο. Η Έλσα αντέδρασε στα χτυπήματα. Με βία άρχισε να χτυπάει κι εκείνη την Μαρίλια. Πριν προλάβει ο Πέτρος να τις χωρίσει, η Έλσα χτύπησε το κεφάλι της Μαρίλιας με όλη τη δύναμή της στον τοίχο. Το κεφάλι της Μαρίλιας άνοιξε. Άρχισε να αιμορραγεί. Ο Πέτρος ούρλιαξε στην Έλσα να σταματήσει. Αλλά η Έλσα ήταν τόσο θολωμένη που ούτε έβλεπε, ούτε άκουγε. Ένα σκοτάδι ήταν απλωμένο μπροστά της και χωρίς να καταλαβαίνει τι κάνει συνέχισε να χτυπάει το άτυχο κορίτσι. Όταν πια σταμάτησε, ήταν αργά. Το κορίτσι, με το κεφάλι ανοιγμένο, ήταν νεκρό. Ο Πέτρος όρμησε πάνω στην Έλσα, ουρλιάζοντας «Τι έκανες; Το κορίτσι… Μαρίλια… Μαρίλια…», μάταια προσπαθούσε να συνεφέρει την Μαρίλια. Ο θάνατός της, ύστερα από το βίαιο χτύπημα στον τοίχο, ήταν ακαριαίος. Την σήκωσε στα δύο του χέρια, την αγκάλιασε με όλη την τρυφερότητά του, και με λυγμούς είπε στην Έλσα «Κάλεσε το ασθενοφόρο…μήπως προλάβουμε…». Η Έλσα, στην αρχή τα έχασε, έκανε κάποιες σπασμωδικές κινήσεις, έτρεξε να βρει το τηλέφωνο, παραπάτησε κι έριξε κάτω ένα τραπεζάκι με διάφορα αντικείμενα. Ο δυνατός θόρυβος τη στιγμή που έσπαγαν τα αντικείμενα, ήταν σαν να την «ξύπνησαν». Ανέκτησε την ψυχραιμία της, έτσι απλά, και σαν να μην είχε μόλις διαπράξει ένα αποτρόπαιο έγκλημα, αφού πήρε μία βαθιά ανάσα, είπε στον Πέτρο «Δεν ήθελα να φτάσουν εκεί τα πράγματα. Τώρα όμως έγινε το κακό. Με προκάλεσε, με πλήγωσε. Κι είναι νεκρή. Πάει, ξέχασέ την. Δεν την βλέπεις; Είναι νεκρή».

Ο Πέτρος κοίταξε με μίσος και οργή την Έλσα. Ωστόσο, παρακάλεσε, για μία φορά ακόμα, την Έλσα «Κάλεσε το ασθενοφόρο. Σε παρακαλώ». Κρατούσε το άψυχο κορμάκι του κοριτσιού που τόσο άδικα είχε χάσει τη ζωή του. Το προσωπάκι του, λευκό σαν το πανί, τα πανέμορφα μάτια του κοίταζαν ψηλά στον ουρανό και στο πάτωμα μία λίμνη αίματος. Η Έλσα δεν έκανε καμία απολύτως κίνηση να βοηθήσει. Ο Πέτρος την ρώτησε, με απόγνωση στη φωνή «Μα ποια είσαι επιτέλους; Μία φόνισσα; Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό, σε μία ανήλικη ψυχή;». Η Έλσα, με την ίδια ψυχραιμία, απάντησε «Να τα σκεφτόσουν αυτά νωρίτερα, όταν έμπλεκες μαζί της κι όταν μου έταζες γάμους κι ιστορίες, Πριν από δύο μήνες αρραβωνιαστήκαμε, το ξέχασες; Εάν ο πατέρας μου μάθαινε τα ρεζιλίκια σου, τώρα νεκρός θα ήσουν εσύ. Χάρη σου έκανα».

Ο Πέτρος αδυνατούσε να πιστέψει ότι η Έλσα ήταν ένα ανθρωπόμορφο τέρας. Την απείλησε «Καλώ την αστυνομία. Θα σαπίσεις πίσω από τα κάγκελα». Η Έλσα γέλασε, με ένα γέλιο σατανικό. «Μη λες ανοησίες. Θα με βοηθήσεις να ξεφορτωθούμε το πτώμα, σαν λογικό αγόρι που είσαι». Ο Πέτρος την κοίταξε με οργή «Έχεις τρελαθεί τελείως;». Η Έλσα απάντησε «Καθόλου. Εάν δεν με βοηθήσεις, θα πω στην αστυνομία και σε όλο τον κόσμο ότι εσύ την σκότωσες. Υπάρχει μία περίπτωση στο εκατομμύριο να μην πιστέψουν; Για σκέψου το. Έχεις τελειώσει. Έχεις καταστραφεί. Ισόβια θα σε κλείσουν. Τώρα έγινε, ό,τι έγινε. Δεν αξίζει να πας φυλακή και να τα τινάξεις όλα στον αέρα. Θα με βοηθήσεις να ξεφορτωθούμε το πτώμα και θα συνεχίσουμε τη ζωή μας. Θα στηρίξει ο ένας τον άλλον. Θα πω ότι ήμασταν μαζί…κανείς δεν θα μας καταλάβει. Θα με αγαπήσεις, σιγά σιγά. Αυτό το κορίτσι μόνο μπελάδες μας προκαλούσε. Εγώ είμαι γυναίκα και θα σου προσφέρω όλα όσα θέλεις. Θα δεις, θα φύγουμε από το νησί και θα πάμε κάπου μακριά από όλους και όλα, μέχρι να ξεχαστούνε τα πάντα».

«Είσαι τρελή! Δεν μένω λεπτό άλλο μαζί σου. Θα καλέσω την αστυνομία». Προτού προλάβει να κάνει μία κίνηση, η Έλσα τον επανέφερε στην σκληρή πραγματικότητα «Αν κάνεις έστω κι ένα βήμα ακόμα, έχεις τελειώσει Πέτρο. Δεν αστειεύομαι. Είδες τι είμαι ικανή να κάνω. Σκότωσα ένα κορίτσι με τα ίδια μου τα χέρια. Εσένα θα κωλώσω να θάψω ζωντανό;». Η Έλσα, πράγματι, δεν αστειευόταν. Σαν ζώο που διψάει για αίμα, ήταν έτοιμη να κατασπαράξει τα θηράματά της. Διψούσε για εκδίκηση. Ο Πέτρος, όταν «έμπλεκε» με την Έλσα, δεν ήξερε με ποιον σατανικό άνθρωπο είχε να κάνει. Δεν μπορούσε πια να την κοιτάξει στα μάτια «Είσαι τρελή» ψιθύρισε μόνη κι ύστερα άφησε να χυθούν, πάνω στο κορμάκι της έφηβης Μαρίλιας τα δάκρυα του, για να την «ταξιδέψουν» στο πιο μακρινό της ταξίδι…στο τελευταίο ταξίδι της ζωής της…..

Κι όμως, το τραγικό τέλος της υπόθεσης, το έγραψε μαζί με την Έλσα, ο Πέτρος που αποδείχθηκε δειλός, υποκριτής, χυδαίος και πολύ «μικρός» κι ασήμαντος. Βοήθησε την Έλσα να «ξεφορτωθούν» το άψυχο σώμα ρίχνοντας το στη θάλασσα. Ο Πέτρος, τρέμοντας να μην καταστραφεί ολοκληρωτικά η ζωή του και να μη βρεθεί στη φυλακή, δεν δίστασε να γίνει συνένοχος σε ένα τόσο φρικτό έγκλημα. Μπορεί η Έλσα να σκότωσε το κοριτσάκι, αλλά ο Πέτρος γινόταν κι αυτός εγκληματίας τη στιγμή που έριχνε, με τα ίδια του τα «βρόμικα» χέρια, το άψυχο κορμάκι στο νερό….

Ο πατέρας της Μαρίλιας δεν έφτασε ποτέ στο λιμάνι. Η καινούργια του γυναίκα δεν τον άφηνε να πάει στη συνάντηση κι εκείνος από φόβο μήπως «διαλύσει» και την νέα του οικογένεια, αποφάσισε να μην πάει. Έστειλε ένα τυπικό μήνυμα στην Μαρίλια, εκείνο ακριβώς το απόγευμα, αλλά όταν το μήνυμα έφτασε στο κινητό ήταν πια πολύ αργά. Η Μαρίλια δεν θα το λάμβανε ποτέ! Τουλάχιστον, θα έφευγε από τη ζωή, πιστεύοντας σε ένα όνειρο, σε μία αυταπάτη, ότι ο πατέρας της μπορούσε να αλλάξει και ότι μπορούσαν να ξαναφτιάξουν τη σχέση τους.

Το άτυχο κορίτσι βρέθηκε ξημερώματα της Παναγίας. Η Άλίκη, η μητέρα της Μαρίλιας, δεν ξαναμίλησε μετά από εκείνο τον 15Αυγουστο, γιατί το σοκ που υπέστη ήταν πολύ ισχυρό. Αργότερα, νοσηλεύτηκε στο δημόσιο ψυχιατρείο, όπου δεν άργησε να πάει στον ουρανό για να συναντήσει την μονάκριβη κόρη της. Κανείς πια δεν θα μπορούσε να τους κάνει κακό…είχαν ήδη τραβήξει πάρα πολλά και στην αγκαλιά του Θεούλη οι ψυχές τους, επιτέλους, θα λυτρώνονταν!

Η αστυνομία δεν άργησε να διαλευκάνει την υπόθεση. Τόσο η Έλσα, όσο κι ο Πέτρος, ήταν απλώς δύο τιποτένιοι και ασήμαντοι, με αποτέλεσμα ο ένας να ρίχνει τα βάρη στον άλλον, για να γλιτώσει ο καθένας το «τομαράκι» του. Έτσι, αλληλοκαρφώθηκαν και βρέθηκαν κι οι δύο πίσω από τα σίδερα. Η δικαιοσύνη, όμως, για τη βίαια και φριχτή δολοφονία της μαθήτριας, ήρθε μέσα από τις φυλακές, όταν και οι δύο τον επόμενο Δεκαπενταύγουστου βρέθηκαν κρεμασμένοι στα κελιά τους….

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.