Το επάγγελμα του δημοσιογράφου, κατά πολλούς λειτούργημα, είναι δύσκολο, απαιτητικό, πολλές φορές επικίνδυνο, άλλες φορές ψυχοφθόρο, κουραστικό, συχνά συναρπαστικό. Η ενημέρωση του κοινού και η κριτική προσέγγιση των πολυσύνθετων και πολυδιάστατων φαινομένων, όπως για παράδειγμα του φαινομένου της εγκληματικότητας, συνιστούν πολύ σοβαρά ζητήματα, τα οποία ο δημοσιογράφος καλείται να καλύψει με συνέπεια, δυναμισμό, αλλά και με σοβαρότητα που πηγάζει από τη γνώση του αντικειμένου. Ωστόσο, δεν είναι τυχαίο ότι ο δημοσιογραφικός κλάδος βιώνει μια μεγάλη κρίση και την ίδια στιγμή τεράστια απαξίωση, από μεγάλη μερίδα του κοινού. Επομένως, ίσως ήρθε η ώρα να κατανοήσει ο δημοσιογραφικός κόσμος ότι κάτι κάνει λάθος και ότι πρέπει να τεθούν ξανά κάποιες αρχές, κάποια όρια, κάποιες διαχωριστικές γραμμές. Με λίγα λόγια, ο δημοσιογάφος πρέπει να επαναπροσδιορίσει το ρόλο του, στο πλαίσιο της σημερινής κοινωνίας.
Πριν από μια μέρα, “πανικός ξέσπασε” για τη σύλληψη του “κοριτσιού με τους μπάφους”, όπως γράφτηκε χαρακτηριστικά, καθώς επρόκειτο για το παιδί γνωστού δημοσιογράφου. Και από εκείνη την ώρα, ξεκίνησε η συζήτηση “κανιβαλισμός ή αναπόφευκτο γεγονός ο στιγματισμός του κοριτσιού, εν τέλει ένα είδος “μιντιακής δικαιοσύνης;”. Το ερώτημα που τέθηκε ήταν “εφόσον οι “απλοί” πολίτες εκτίθενται στα μίντια, δεν πρέπει να εκτεθεί και το παιδί του “γνωστού”, ειδικά όταν ο “γνωστός” είναι δημοσιογράφος;”. Και μάλιστα “μη συμπαθής”, όπως επίσης χαρακτηριστικά γράφτηκε.
Για μένα, όπως θέλω να πιστεύω και για πολλούς άλλους, είναι “τραγικό” να τίθεται η συζήτηση στη λογική “ποιος να πρωτο-εκτεθεί από τα μίντια; Και αφού εκτίθεται ο “απλός πολίτης”, πρέπει να εκτεθεί και ο “γνωστός”, ειδικά εάν είναι “μη συμπαθής”.
Για να μιλήσω με ακραίους όρους, είναι σαν να βλέπουμε να γίνεται δίπλα μας μια δολοφονία και να μη μας νοιάζει το πώς θα σταματήσουμε το έγκλημα που διαπράττεται, αλλά το πώς θα το διαπράξουμε και όλοι οι υπόλοιποι, χωρίς να μας πιάσουν.
Η δημόσια διαπόμπευση, ο στιγματισμός, η παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας, η καταδίκη ενός προσώπου προτού αποφανθεί η δικαιοσύνη, αντιβαίνουν τις αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και -το κυριότερο- αντιβαίνουν θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματός μας. Ανεξαρτήτως εάν μιλάμε για το παιδί του δημοσιογράφου, του πολιτικού, του τρομοκράτη, του κρεοπώλη, του μάστορα, του υδραυλικού. Ανεξαρτήτως, φύλου, ηλικίας, εθνικότητας. Η δημοσιογραφική δεοντολογία διέπεται από κάποιες βασικές αρχές, όπως και το Σύνταγμά μας. Το να στιγματίζεται ο οποιοσδήποτε πολίτης από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, προτού αποφανθεί η δικαιοσύνη, είναι όχι μόνο ανήθικο, αλλά και αντισυνταγματικό. Εξίσου, απαιτείται προσοχή ώστε να μην ηρωποιηθεί ένα άτομο που φέρεται να έχει παραβιάσει το νόμο.
Οι περιπτώσεις, ασφαλώς, δημόσιας διαπόμπευσης πολιτών, “γνωστών” και “αγνώστων” στο ευρύ κοινό είναι αμέτρητες. Ενδεικτικά, να θυμίσω ένα “σκάνδαλο μεγατόνων” που είχε ξεσπάσει αρκετά χρόνια πριν με έναν δημοφιλέστατο τραγουδιστή και συνθέτη, ίνδαλμα της νεολαίας της εποχής, ο οποίος διασύρθηκε από τα ΜΜΕ στον απόλυτο βαθμό, με δυσμενέστατες επιπτώσεις για την καριέρα του. Ο κανιβαλισμός από τα μίντια είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο, λόγω της δημοφιλίας του συγκεκριμένου προσώπου, το οποίο τελικά αθωώθηκε από τα ελληνικά δικαστήρια, μια είδηση που πέρασε μάλλον στα ψιλά. Αυτή, ασφαλώς, αποτελεί μια από τις πολλές περιπτώσεις, όπου ο δημοσιογραφικός ρόλος ευτελίζεται και τα ΜΜΕ γίνονται η αρένα για να κηλιδωθούν προσωπικότητες και να καταστραφούν καριέριες, ακόμα και ζωές.
Ας μην απορούν, συνεπώς, οι δημοσιογράφοι και ιδίως οι “μεγαλοδημοσιογράφοι” γιατί το κοινό εκφράζει έντονα συναισθήματα δυσαρέσκειας, αποδοκιμασίας, δυσπιστίας, ακόμα και καχυποψίας, στο πρόσωπο τους. Αντί, όμως, να “δαιμονοποιήσω” τον δημοσιογραφικό κλάδο, θα θέσω το ερώτημα “μήπως ήρθε η ώρα να αλλάξει αυτή η κατάσταση και μάλιστα ριζικά;”.
Ο δημοσιογράφος, κατά την άποψή μου, οφείλει να αντιληφθεί την ανάγκη για επαναπροσδιορισμό και να διαδραματίσει ένα πολύ πιο σημαντικό ρόλο από αυτόν που τόσα χρόνια διαδραματίζει. Ειδικά στο πλαίσιο κοινωνιών που μαστίζονται από την οικονομική και κοινωνική κρίση, ο δημοσιογράφος πρέπει να είναι ουσιαστικά δίπλα στον πολίτη, προσφέροντας πραγματική ενημέρωση -και όχι σαπουνόφουσκες- και πραγματοποιώντας εις βάθος έρευνα.
Ωστόσο, για να μην στρουθοκαμηλίζουμε, για να αποκτήσει ξανά το κοινό εμπιστοσύνη στον δημοσιογραφικό κόσμο, πρέπει οι δημοσιογράφοι να κατανοήσουν τη σοβαρότητα του ρόλου τους και, επιτέλους, να θέσουν σαφή όρια σε αυτό που ονομάζεται “δημοσιογραφική δεοντολογία”. Όσο τα όρια παραμένουν ρευστά, οι παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής, η καταπάτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η αμαύρωση της αξίας του ατόμου, είναι κατάφωρες. Και η ειρωνεία είναι ότι όλες αυτές οι παραβιάσεις γίνονται, δήθεν, στο όνομα της “ελευθερίας της έκφρασης”. Όποιος τολμήσει να εκφράσει μια αντίθετη άποψη, θεωρείται ότι προσπαθεί να “φιμώσει” τον Τύπο. Σπάνια, όμως, γίνεται λόγος για την επιτακτική ανάγκη προστασίας από τα ΜΜΕ των ατομικών δικαιωμάτων.
Ο δημοσιογραφικός κόσμος, που καθημερινά δέχεται τα απαξιωτικά σχόλια του κοινού, πρέπει να καταλάβει ότι η ανάγκη να τεθούν όρια και να οριστούν εξ αρχής κάποιες βασικές έννοιες της δημοσιογραφίας είναι μεγάλη. Κατ’ αρχάς ξεκινώντας από το στοιχειώδες, τι εννοούμε “ενημέρωση του κοινού”. Εν συνεχεία, να οριστούν εκ νέου οι αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, χωρίς όμως να αφήνονται χίλια παραθυράκια ανοιχτά για να μπορεί η κάθε εφημερίδα, ο κάθε τηλεοπτικός σταθμός κλπ. να ερμηνεύουν, κατά το δοκούν, αυτές τις αρχές. Επίσης, πολύ σημαντικό είναι να υπάρχει μια ενημέρωση για τη νομοθεσία. Να γνωρίζει ο δημοσιογράφος πότε παραβιάζει τα ατομικά δικαιώματα.
Συνοψίζοντας, πιστεύω ότι ο ρόλος του δημοσιογράφου, ειδικά σε μια εποχή που αλλάζει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, είναι πολύ σοβαρός. Για να μπορέσει, όμως, ο δημοσιογράφος να ασκήσει ορθά το επάγγελμά του, προσφέροντας στο κοινό πραγματική και ουσιαστική ενημέρωση, πρέπει πρώτον να έχει γνώσεις σχετικές με τη δημοσιογραφική δεοντολογία και τη νομοθεσία, αλλά και σε ένα δεύτερο -και εξίσου σημαντικό- επίπεδο, να τεθούν από τον ίδιο τον δημοσιογραφικό κόσμο συγκεκριμένα και σαφή όρια, τα οποία θα διασφαλίζουν τα δικαιώματα του κάθε πολίτη και θα αποσκοπούν στην ουσιαστική ενημέρωση του κοινού. Το να τίθεται, τώρα, θέμα ότι η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων οδηγεί σε φίμωση του Τύπου είναι υποκριτικό. Αντίθετα, μέσω της προστασίας των δικαιώματων του ανθρώπου και του σεβασμού στη δεοντολογία και τη νομοθεσία, ο δημοσιογράφος θα μπορέσει να προχωρήσει σε ουσιαστική έρευνα και να προσφέρει στους πολίτες την ενημέρωση που επιζητούν.
Αναμφίβολα, ο δημοσιογράφος συχνά βρίσκεται “δέσμιος” συγκεκριμένων συμφερόντων, ανάλογα με το μέσο το οποίο υπηρετεί, γιατί δυστυχώς “ανεξάρτητη δημοσιογραφία”, απαλλαγμένη από πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, δύσκολα μπορεί να ασκηθεί. Αυτό το γεγονός αποτελεί μια ακόμα σημαντική παράμετρο που πρέπει να διερευνηθεί. Γι’ αυτό θα ήταν σκόπιμο να τεθούν σαφή όρια όσον αφορά τα ατομικά δικαιώματα, τον τρόπο παρουσίασης των φερόμενων ως δραστών και άλλα σημαντικά ζητήματα, ώστε και οι δημοσιογράφοι να προστατευτούν και να μην γίνονται κι αυτοί “πιόνια” στα χέρια τρίτων.
Μεγάλη ευθύνη, τέλος, κρίνω ότι έχουμε και όσοι διδάσκουμε δημοσιογραφία στους νέους, γιατί ο νέος δημοσιογράφος πρέπει να κατανοήσει τη σοβαρότητα του επαγγέλματος που επιλέγει να ακολουθήσει και να μην επαναλάβει τα λάθη των παλαιοτέρων. Η γνώση είναι ένα τεράστιο εφόδιο στα χέρια των νέων δημοσιογράφων και πρέπει να την αποκτήσουν, ώστε να μπορέσουν να κάνουν τη διαφορά και να ξεχωρίσουν.