Η στήλη της Κρυσταλλίας:Memories are made of this (5ο κείμενο)

ΓΡΑΦΕΙ Η ΚΡΥΣΤΑΛΛΙΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ:Μemories are made of this (28/8/2013)

Όταν φτάνεις στο δέλτα του Νεοχωρίου, ξέρεις πως το ταξίδι τελειώνει και οι διακοπές είναι όντως προ των πυλών. Δεξιά ο δρόμος σε οδηγεί στην Τσαγκαράδα μέσω Νεοχωρίου, κι αριστερά, επιτέλους, μένουν μόνο 9 χιλιόμετρα για την Αργαλαστή. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, στο δέλτα ξεκινούσε ένα από αυτά τα μοναδικά, πηλιορείτικα δάση από σχοίνα, καστανιές και πεύκα. Ο πατέρας μου άνοιγε τα παράθυρα του αυτοκινήτου για να πάρουμε μια βαθιά αναπνοή μυρωμένου αέρα.

Το δάσος κάηκε, ευτυχώς τα σχοίνα και τα θυμάρια είναι ζόρικοι θάμνοι και ξαναφούντωσαν. Κι έτσι ανοίγω το παράθυρο κι εξηγώ στον καλό μου ότι πρέπει να αναπνεύσει βαθιά για να κρατήσει την παράδοση. «Μαμά μυρίζει βιρβιλιές κατσίκας, μπλιαχ!» ακούγεται το ξερολάκι από το πίσω κάθισμα. Ο ένοχος τσομπάνης με καμιά τριανταριά κατσικοπρόβατα κρύβονται αμέσως μετά τη στροφή. Η βιρβιλομπόχα επιμένει μέχρι και την επόμενη στροφή, κι επιτέλους μπορώ να πάρω αυτή την εισπνοή που κηρύττει την έναρξη της ξεκούρασης.

Ξεκούραση δηλαδή τρόπος του λέγειν, γιατί οι μαμάδες, ως γνωστόν, δεν ξεκουράζονται. Οι διακοπές στην Αργαλαστή είναι ίδιες και τα 39 χρόνια που τις έχω ζήσει, έχει αλλάξει όμως το ποιος είναι υπεύθυνος για τα μαγειρέματα, τα μαζέματα και το πλύσιμο των πιάτων. Κι έτσι χωρίς να το καταλάβω πώς έγινε, η μάνα μου μου πέρασε τη σκυτάλη του νοικοκυριού για να τρέχουμε μαζί, κι εγώ πέρασα τη σκυτάλη της ανεμελιάς στο γιο μου και στα ανηψάκια μου, και στον καλό μου, που διατηρεί το εφηβικό του προνόμιο να διαβάσει στις διακοπές και τα 36 βιβλία που έφερε μαζί του στο σακίδιο – βιβλιοθήκη, όσο γύρω του βουίζει ο τόπος. Στην Αργαλαστή, σεβόμαστε όποιον κάθεται μ’ ένα βιβλίο στη σκιά.

Κι όμως, οι διακοπές στην Αργαλαστή πάντα θα είναι οι δικές μου παιδικές διακοπές και θα ξεκουράζουν την ψυχή και την καρδιά μου, όσο κι αν μεγαλώνω, κι ας μην είμαι πια το παιδί με τις ατελείωτες σχολικές διακοπές. Με τα αρμυρίκια και τις ελιές να μας κάνουν σκιά στην παραλία, με μια ΕΨΑ πορτοκαλάδα στο χέρι να φυσάμε μπουρμπουλήθρες με το καλαμάκι στο στρογγυλούτσικο μπουκαλάκι της, με τα φρούτα να μας περιμένουν να τα κόψουμε και να τα φάμε χωρίς να χρειάζονται πλύσιμο, με οικογενειακό φαγητό στη βεράντα κάθε μεσημέρι, με τεμπέλικες μεσημεριανές σιέστες, με τον ήλιο να βουτάει κάθε βράδυ στον Παγασητικό να μας κάνει παρέα στο απογευματινό μπάνιο, με σουβλάκι κάτω από τα πλατάνια της πλατείας, με το σπίτι να μυρίζει τη δική του απαράλλαχτη μυρωδιά από τότε που ήμουν παιδάκι, με τη νύχτα γεμάτη αστέρια αλλά άδεια από φασαρία. Η μαμά μου να γκρινιάζει, να αγκαλιάζει και να βράζει μαρμελάδες κι ο μπαμπάς μου να καμαρώνει το αμπέλι του. Και την ίδια στιγμή που τα βαριέμαι όλα αυτά και λέω «39 χρόνια τα ίδια μπούχτισα, του χρόνου δεν έρχομαι», ταυτόχρονα θέλω μία εβδομάδα ακόμη να μείνω. Ωχ αμάν, και ζήτω μαζί.

Κοιτάω το ζουζούνι μου να τρέχει με όλη την παλιοπαρέα από ξαδερφάκια στον ίδιο κήπο που τρέχαμε. Τα ακούω που τσακώνονται με απίστευτα αστείες στιχομυθίες, που με κάνουν να γελάω αντί να τα μαλώνω. Βάζω σε μια φρουτιέρα όλες τις πέτρες και τα κοχύλια που μου χαρίζουν, ετοιμάζω τσάντες με αντηλιακά, καπέλα, κουβαδάκια και μπρατσάκια, σκουπίζω το καρπούζι και το λιωμένο παγωτό από τα μαγουλάκια τους και καμαρώνω που μεγαλώνουν όμορφα. Ξέρω πως, χωρίς να το νιώθουν, φτιάχνουν αναμνήσεις με όλες τους τις αισθήσεις – μια μυρωδιά, μια γρατζουνιά, μια ιστορία του παππού. Κι ελπίζω πως κι ο δικός μου, στα 39 του θα ζει με το ίδιο «ζήτω κι ωχ αμάν» τις διακοπές στην Αργαλαστή και θα διηγείται στα μικρά του ιστορίες με την παλιοπαρέα των εξαδέλφων, για βιρβιλιές κατσίκας, βόλτες στη βρύση και στις στέρνες, κρυμμένους θησαυρούς στο μαγειριό και στο πλυσταριό, σκαρφαλώματα στις αχλαδιές και καλοκαιρινές αταξίες, όπως του διηγούμαι εγώ. Τότε θα είμαι εγώ η γκρινιάρα που θα βράζει μαρμελάδες και θα αγκαλιάζει.

Το βράδυ, μετά από το καθιερωμένο σουβλάκι, αγκαλιά διαβάζουμε τα ίδια παραμύθια της Νεφέλης που μου διάβαζε ο μπαμπάς μου που του τα διάβαζε η γιαγιά μου. Η τηλεόραση ξεχάστηκε. Οι ιστορίες του Ζούτου, του μικρού Φαύνου και του άτακτου Αγγέλου που έκανε μια δαχτυλιά στην κοιλιά του Αδάμ, περνάνε στην επόμενη γενιά, γεμάτες από παλιές λέξεις και ασπρόμαυρες ζωγραφιές.

Στο μυαλό μου τριγυρνάει ένα τραγουδάκι, μιας άλλης, φημισμένης παλιοπαρέας, του rat pack του Σινάτρα και του Ντην Μάρτιν: memories are made of this (tchou pap, para para pap).
Του χρόνου, πάλι εδώ θα είμαστε. Ωχ αμάν και ζήτω!

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.