Πραγματοποιήθηκε με επιτυχία η ημερίδα που διοργάνωσε η Μονάδα Απεξάρτησης 18 ΑΝΩ μαζί με το Σωματείο Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης, την Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015, με θέμα “Κοινωνικές Αναπαραστάσεις των Ναρκωτικών στα ΜΜΕ” . Ευχαριστώ θερμά τους διοργανωτές και κυρίως τον Πρόεδρο του Τμήματος ΕΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθυντή του Εργαστηρίου Κοινωνικής Έρευνας στα ΜΜΕ, κ. Γιώργο Πλειό, για την τιμητική του πρόταση να συμμετάσχω στο συνέδριο, με την εισήγησή μου “Απεικονίσεις στο Αστυνομικό Ρεπορτάζ των Εξαρτημένων από Ουσίες Ατόμων”.
Οι εισηγήσεις όλων των ομιλητών ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και θεωρώ ότι η κάθε προσέγγιση έδωσε το έναυσμα για περαιτέρω σκέψη και προβληματισμό. Όπως ενημερώθηκα, οι εισηγήσεις μας θα δημοσιευτούν, οπότε θα έχουμε το χρόνο και μέσα από τη σελίδα να τις αναλύσουμε και να σταθούμε σε κάποια καίρια σημεία αυτών.
Για τυπικούς λόγους δεν θα “ανεβάσω” στη σελίδα την εισήγησή μου μέχρι τη δημοσίευση, αλλά θα τονίσω κάποια πολύ σημαντικά σημεία που προέκυψαν από τις χθεσινές ομιλίες και τα οποία πρέπει, οπωσδήποτε, να αποτελέσουν αντικείμενο διερεύνησης και προβληματισμού από όλους μας και, πρωτίστως, από τους αρμόδιους φορείς αλλά και τον δημοσιογραφικό κόσμο, ο οποίος ενημερώνει το κοινό. Επομένως, οφείλει να εμβαθύνει στο πολυσύνθετο και πολυδιάστατο ζήτημα της χρήσης και όχι να προσεγγίζει επιφανειακά, χωρίς έρευνα και χωρίς τεκμηρίωση.
Θα ξεκινήσω με το κύριο σημείο που πρέπει να γίνει ευρύτερα γνωστό, ότι η τοξικομανία δεν αποτελεί μια ανίατη ασθένεια που δεν μπορεί να θεραπευτεί. Ο τοξικομανής μπορεί να θεραπευτεί, εφόσον ακολουθήσει το θεραπευτικό πρόγραμμα που του ταιριάζει. Η τοξικομανία είναι μια “ασθένεια”, η οποία όμως έχει τη θεραπεία της, όπως άλλωστε όλες οι ασθένειες που δεν είναι ανίατες. Αυτή είναι η πρώτη σημαντική παράμετρος που πρέπει να γνωρίζει το ευρύ κοινό ώστε να μην θεωρεί ότι ο χρήστης είναι καταδικασμένος και δεν αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Αυτό πρέπει να κατανοήσουν και οι οικογένειες που βιώνουν το πρόβλημα στους κόλπους τους. Σαφώς, είναι μια πολύ σκληρή μάχη, γιατί δεν πρέπει να ωραιοποιούμε τις καταστάσεις, αλλά μπορεί να κερδηθεί και σε κάθε περίπτωση αξίζει να δοθεί, εφόσον το άτομο αποφασίσει ότι θέλει να θεραπευτεί.
Το δεύτερο σημείο, το οποίο κρίνω σκόπιμο να παρουσιάσω, αφορά το ρόλο των κοινωνικών αιτιών στην όξυνση του προβλήματος και στην αύξηση των εξαρτήσεων. Επομένως, μια σοβαρή συζήτηση πρέπει να γίνει, επιτέλους, για το πώς θα στηριχτεί ο άστεγος, ο άνεργος, ώστε να μην καταφύγει στις εξαρτήσεις ως το μοναδικό μέσο διαφυγής από την σκληρή πραγματικότητα που βιώνει. Σαφώς, μαγικές λύσεις και μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Πολιτεία πρέπει να παραμείνει ανάλγητη και να “κουκουλώνει” το τεράστιο ζήτημα των εξαρτήσεων. Ο δημοσιογραφικός κόσμος μπορεί και οφείλει να εμβαθύνει στο ζήτημα των εξαρτήσεων που αποτελούν απόρροια και της οξύτατης κοινωνικής κρίσης που βιώνουμε.
Το τρίτο σημείο που θα αναφέρω είναι το σημείο, το οποίο τόνισα στην εισήγησή μου και πρέπει να καταστεί κατανοητό από όλους μας και κυρίως από τους αστυνομικούς συντάκτες που ενημερώνουν το κοινό: ότι ο τοξικομανής δεν είναι εγκληματίας, όπως συχνά παρουσιάζεται στο αστυνομικό ρεπορτάζ. Τίτλοι όπως “ναρκομανής ο δολοφόνος”, “έκανε χρήση ουσιών ο δράστης του άγριου εγκλήματος”, ” ψυχασθενής και ναρκομανής ο δράστης” και πολλοί συναφή τίτλοι, κυριαρχούν στο αστυνομικό ρεπορτάζ κατασκευάζοντας μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα για τον εξαρτημένο από ουσίες: την εικόνα του χρήστη-δολοφόνου.
Ο αστυνομικός συντάκτης που επιλέγει να ταυτίσει τη χρήση με το έγκλημα και τον εξαρτημένο από ουσίες με τον εγκληματία στιγματίζει μια ομάδα πληθυσμού, με το να την παρουσιάζει στο ευρύ κοινό σαν “εγκληματίες”, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος του κοινού να ταυτίζει τον κάθε χρήστη με έναν εν δυνάμει εγκληματία. Ο τοξικομανής δεν είναι εγκληματίας και κάθε τέτοιου είδους ταύτιση που γίνεται στο αστυνομικό ρεπορτάζ είναι λανθασμένη και τολμώ να πω επικίνδυνη.
Επίσης, ο αστυνομικός συντάκτης δεν πρέπει να ξεχνά ότι το τεκμήριο της αθωότητας είναι απαραβίαστο, επομένως δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να κάνει αναφορά σε “δράστη”. Πόσο μάλιστα να βγάζει καταδικαστικές αποφάσεις του τύπου ” ναρκομανής ο δολοφόνος”. Ακόμα και σε εκείνες τις περιπτώσεις που ο αστυνομικός συντάκτης κρίνει ότι το έγκλημα είναι απόρροια και της χρήσης ουσιών οφείλει να διερευνήσει επισταμένα τις αιτίες του συγκεκριμένου εγκλήματος και να εξετάσει εάν η χρήση ήταν αυτή που οδήγησε στο έγκλημα ή άλλοι παράγοντες, μεταξύ των οποίων και το γεγονός ότι ένα άτομο που θα έπρεπε να βρίσκεται σε μια θεραπευτική δομή και να λαμβάνει την κατάλληλη ιατρική παρακολούθηση και κοινωνική μέριμνα, βρίσκεται σε ένα περιβάλλον χωρίς θεραπεία και στήριξη. Με αποτέλεσμα να προβαίνει σε ποινικά αδικήματα, όπως να κλέβει για τη δόση του.
Επομένως, πολύ σημαντικός ο ρόλος του δημοσιογράφου να ενημερώσει και τις οικογένειες που βιώνουν το πρόβλημα της χρήσης για το πώς αποτελεσματικά μπορούν να βοηθήσουν το εξαρτημένο άτομο και κυρίως να τους βοηθήσουν να απαλλαγούν από το φόβο του κοινωνικού στίγματος, τον οποίον βέβαια τα μίντια καλλιέργησαν σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι λανθασμένες δημοσιογραφικές προσεγγίσεις του παρελθόντος πρέπει να συνεχιστούν. Είμαι αισιόδοξη και θα ήθελα να περάσω ένα θετικό μήνυμα, γιατί διδάσκω δημοσιογραφία σε νέους ανθρώπους και πιστεύω ότι μπορούν να κάνουν τη διαφορά: μέσα από την εκπαίδευση, την επιμόρφωση και την συνεχή επικαιροποίηση της γνώσης τους. Η γνώση, άλλωστε, είναι το πιο ισχυρό εφόδιο για να μπορέσει ο δημοσιογράφος να καλύψει το κάθε θέμα, ολοκληρωμένα, τεκμηριωμένα και νηφάλια.
Από την άλλη πλευρά, θα έλεγα ότι είναι ξεπερασμένες τακτικές που κάνουν το δημοσιογράφο να χάνει την αξιοπιστία του, οι αναφορές που δεν έχουν καμία απολύτως τεκμηρίωση, βασίζονται στην υπερβολή και στην καλλιέργεια τρόμου και ηθικού πανικού. Επιτακτική είναι η ανάγκη να ξεκινήσει και στην Ελλάδα από τον δημοσιογραφικό κόσμο ο δρόμος για την «ερευνητική δημοσιογραφία» που θα βασίζεται σε έρευνα και θα ρίχνει φως στις καίριες πτυχές των σοβαρότατων ζητημάτων που ταλανίζουν την κοινωνία μας. Ειδικά, στο πλαίσιο της σύγχρονης εποχής ο δημοσιογράφος μπορεί να κάνει χρήση όλων των νέων μέσων κοινωνικής δικτύωσης για να προχωρήσει την έρευνά του και να ανοίξει νέους δρόμους στη δημοσιογραφία. Ο αστυνομικός συντάκτης χωρίς να εξιδανικεύει καταστάσεις, χωρίς να αποκρύπτει την πραγματικότητα, αλλά και χωρίς να στιγματίζει άτομα ή και ομάδες πληθυσμού, πρέπει να κάνει εις βάθος έρευνα και να αποκαλύψει την πραγματικότητα, αναζητώντας λύσεις και όχι στοχεύοντας στη διαπόμπευση των τοξικομανών, στερώντας τους μέσα από αυτές τις πρακτικές ακόμα και την ευκαιρία στη ζωή!
Συμπερασματικά, η συζήτηση για την τοξικομανία, τα αίτια, τους τρόπους πρόληψης και καταπολέμησης του σοβαρότατου αυτού προβλήματος, πρέπει να ξεκινήσει από τους δημοσιογράφους, αλλά πλέον να τεθεί σε άλλες βάσεις: όχι στη βάση του εντυπωσιασμού και επίκλησης του συναισθήματος, όχι στη βάση του στιγματισμού των εξαρτημένων από ουσίες, όχι στη βάση της αναπαραγωγής επικίνδυνων στερεοτυπικών αντιλήψεων για το χρήστη. Αλλά, στη βάση που και το κοινό θέλει και περιμένει από έναν αξιόλογο δημοσιογράφο: μέσα από μεγάλη έρευνα, μέσα από την καταγραφή των απόψεων των ειδικών επιστημόνων και βέβαια με το να δοθεί ο λόγος στους ίδιους τους ανθρώπους που δίνουν τη δική τους μάχη για να κερδίσουν, ξανά, τη ζωή. Ο λόγος, όμως, πρέπει να τους δοθεί όχι για λόγους εντυπωσιασμού ή για να προκαλέσουν τα δάκρυα στα μάτια του κοινού, αλλά με τέτοιο τρόπο που θα ακούσουμε πραγματικά το τι έχουν να μας πούνε και πώς μπορεί ουσιαστικά και όχι μόνο στα λόγια να τους δοθεί η δεύτερη ευκαιρία στη ζωή.
Θα κλείσω με τη φράση που διατυπώθηκε χθες, στο πλαίσιο της ημερίδας, από έναν νεαρό που βρίσκεται σε πρόγραμμα απεξάρτησης «ο εξαρτημένος από ουσίες δεν είναι εγκληματίας». Αυτός, αποφάσισα, να είναι ο τίτλος του σημερινού μου άρθρου και ελπίζω ότι οι αστυνομικοί συντάκτες θα κατανοήσουν τη σοβαρότητα του ζητήματος και, ασκώντας το επάγγελμά τους με υπευθυνότητα, δεν θα προβαίνουν σε τόσο επικίνδυνες ταυτίσεις, στιγματίζοντας εμφανώς μια ομάδα πληθυσμού και στερώντας της ακόμα και το δικαίωμα στην επανένταξη.