ebook_story_2

Δεύτερη ιστορία:«Πίσω από τα κάγκελα»
Μία μικρή εισαγωγή: Παρακολουθώντας (φανατικά) τους «Πρωταγωνιστές» του Στ. Θεοδωράκη, εμπνεύστηκα την παρακάτω ιστορία. Όσοι είχατε παρακολουθήσει το ρεπορτάζ που είχε κάνει ο Θεοδωράκης στις Φυλακές Ανηλίκων, θα είχατε δει έναν κρατούμενο να αφηγείται την ιστορία του: ότι έχει περάσει στο Πανεπιστήμιο και κάνει, ουσιαστικά, διπλή ζωή. Το πρωί φοιτητής και το μεσημέρι πάλι στο κελί του. Οι καθηγητές γνωρίζουν, ασφαλώς, ότι πρόκειται για κρατούμενο, οι συμφοιτητές του όχι. Τότε, σκέφτηκα πώς θα μπορούσε να είναι η ζωή ενός νέου που ζει μία τέτοια διπλή ζωή: από τη μία, κάθε πρωί, να πηγαίνει στη Σχολή και να σπουδάζει, κάνοντας παρέες, από την άλλη ο ίδιος αυτός άνθρωπος το απόγευμα να βρίσκεται και πάλι έγκλειστος στο κελί! Και σκέφτηκα πώς θα είναι να γνωρίσει μία κοπέλα, αν θα της πει ή όχι την αλήθεια, πώς εκείνη θα αντιδράσει κλπ. Μου φάνηκε, πραγματικά, συγκλονιστικό το συναίσθημα και θέλησα να γράψω μία ιστορία για αυτό. Τονίζω, βέβαια, ότι η ιστορία μου είναι φανταστική, απλώς εμπνεύστηκα από το παραπάνω γεγονός. Όλα τα άλλα στοιχεία είναι φανταστικά.

Η αρχή της ιστορίας….

Ο Μιχάλης είχε μάθει να επιβιώνει στους δρόμους. Παιδί διαλυμένης οικογένειας, ακολουθούσε τους άγραφους νόμους που όριζαν οι συμμορίες στις οποίες ήταν μέλος από τα 12 του. Στα 16 του ήταν ήδη αρχηγός της πιο σκληροπυρηνικής και αδίστακτης συμμορίας της περιοχής του. Η εμπλοκή με τις ουσίες και οι κλοπές ήταν η καθημερινότητα του ίδιου και της συμμορίας του. Στα 17 του έμπλεξε πολύ άσχημα. Ο πέλεκυς της δικαιοσύνης βαρύς: 15 χρόνια για κατοχή ναρκωτικών και συμπλοκές. Η «παρέα» τον πούλησε, τον «έδωσε» στεγνά, γεγονός που προσγείωσε απότομα τον Μιχάλη, για τον οποίο η συμμορία ήταν «ιερή». Η προδοσία που βίωσε τον πλήγωσε βαθιά και τον οδήγησε στο κολαστήριο που λέγεται «Φυλακές Ανηλίκων».

Πίσω από τα κάγκελα των φυλακών, ο Μιχάλης έβλεπε τη ζωή του να γκρεμίζεται σαν χάρτινος πύργος. Η προσαρμογή στη νέα του πραγματικότητα ήταν πολύ δύσκολη και σκληρή. Ευτυχώς, η ζωή στους δρόμους του είχε μάθει τα βασικά για να μπορέσει να επιβιώσει στο άτεγκτο περιβάλλον των φυλακών. Το έπαιζε σκληρός κι ήταν απρόσιτος, ώστε να αποφεύγει τις φασαρίες και τα κάθε είδους προβλήματα. Ο χρόνος όμως κυλούσε βασανιστικά αργά.

Τρία χρόνια είχαν περάσει από την ημέρα που ο Μιχάλης μπήκε στη φυλακή. Σιγά σιγά άρχιζε να συνηθίζει αυτόν τον ανυπόφορο τρόπο ζωής. Ο ίδιος τα πρώτα χρόνια στη φυλακή δεν είχε διάθεση να κάνει τίποτα, ούτε να τελειώσει το σχολείο του, ούτε να εργαστεί. Είχε βυθιστεί σε ένα σκοτάδι και δεν έβλεπε τίποτα μπροστά του. Είχε κλείσει τα μάτια και τα αυτιά του σε οτιδήποτε γινόταν γύρω του, ως έναν τρόπο άμυνας για να μπορέσει να αντέξει την σκληρή καθημερινότητα που βίωνε στις φυλακές και να μπορέσει να επιβιώσει. Οι κίνδυνοι ήταν συνεχείς και δεν ήταν εύκολο για έναν «πρωτάρη», έναν «ψάρακλα», να καταφέρει να βγει αλώβητος σε όλη τη διάρκεια του εγκλεισμού.

Μία ξαφνική απόφαση που πήρε, ωστόσο, έμελλε να αλλάξει την πορεία του, για πάντα. Αποφάσισε να γραφτεί στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας της φυλακής, με παρότρυνση του συγκρατούμενού του. Όλοι έβλεπαν ότι ήταν ένα ξεχωριστό μυαλό που απλώς είχε «χαντακώσει» τον εαυτό του, μπλέκοντας με τους λάθους ανθρώπους τη λάθος στιγμή. Ο Μιχάλης ένιωσε ότι μπορεί να πάει ένα βήμα παραπέρα. Αποφάσισε, λοιπόν, να ανοίξει τα μάτια του και να αναπνεύσει ξανά. Είχε βρει τους ρυθμούς του, έχοντας στο πλευρό του συγκρατούμενους που τον είχαν εκτιμήσει και είχαν απλώσει ένα δίχτυ προστασίας επάνω του. Το σχολείο των φυλακών του έδωσε την ευκαιρία που αναζητούσε, να κάνει κάτι καλύτερο για τον ίδιο και το μέλλον του. Στην αρχή πήγαινε βαριεστημένα και ήδη στον πρώτο μήνα ήταν στο παρά τσακ να εγκαταλείψει την προσπάθεια. Η γνωριμία του, όμως, με έναν σπουδαίο δάσκαλο, του έδωσε την ώθηση που χρειαζόταν. Ο κ. Χρηστίδης ήταν πολύ κοντά στα παιδιά και τις ανάγκες τους. Ήξερε καλά να τους μεταδίδει την αγάπη που είχε για το αντικείμενο που δίδασκε. Αμέσως κατάλαβε ότι ο Μιχάλης ήταν ένα πανέξυπνο πλάσμα που, αν πίστευε στις δυνατότητές του, θα μπορούσε να πάει μπροστά και να κάνει σημαντικά πράγματα. Με την συνεχή ενθάρρυνση και στήριξη του κ. Χρηστίδη, ο Μιχάλης όχι μόνο πήρε το απολυτήριο Λυκείου, στο τέλος της χρονιάς, αλλά εισήχθη από τους πρώτους στο Πολυτεχνείο στο Τμήμα Χημικών Μηχανικών. Η επιτυχία ήταν τεράστια και πραγματικά έγινε μεγάλη συζήτηση γύρω από το θέμα αυτό στα Μ.Μ.Ε. Οι δημοσιογράφοι διψούσαν για τέτοια νέα που προκαλούν συγκίνηση κι εντυπωσιάζουν, αλλά ο Μιχάλης, με κάθε τρόπο, απέφυγε τη δημοσιότητα, γιατί ήταν ακόμα ένα τρομαγμένο παιδί. Ο κ. Χρηστίδης στάθηκε στο πλευρό του Μιχάλη κι ο Μιχάλης αισθάνθηκε πως στο πρόσωπο αυτού του εκπαιδευτικού βρήκε τον πατέρα που ποτέ δεν είχε στο πλευρό του.

Για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Μιχάλης ήταν ευτυχισμένος. Ναι, στ’ αλήθεια ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποιούσε την έννοια της ευτυχίας και της επιτυχίας. Ο Λάμπρος, το παιδί με το οποίο μοιραζόταν το κελί, του έσφιξε το χέρι και του είπε: «Σου δίνεται μία τεράστια ευκαιρία, φίλε, να βγεις από τα σκατά που ζούμε. Μην την χαραμίσεις. Να την αρπάξεις από τα μαλλιά και να ζήσεις τη ζωή που δικαιούσαι. Κάντο και για εμάς εδώ που δεν είχαμε την τύχη να μας δώσει ο Θεός το μυαλό που έδωσε σε σένα. Εσύ είσαι ξεχωριστός, δεν μοιάζεις με μας. Εγώ το είχα καταλάβει από την πρώτη κιόλας στιγμή που ανταλλάξαμε δυο κουβέντες. Άκου με προσεκτικά, φίλε, μη χαραμίσεις τη νέα σου ζωή».

Ο Μιχάλης, όπως πάντα λιγομίλητος και σκεφτικός, δεν απάντησε, αλλά τα λόγια του φίλου του χαράχτηκαν βαθιά μέσα στο μυαλό και την καρδιά του. Πραγματικά, του δινόταν μία δεύτερη ευκαιρία και δεν έπρεπε να την αφήσει να πάει χαμένη. Ούτε κι ο ίδιος πίστευε ότι η καρδιά του θα χτυπούσε σαν τρελή από ενθουσιασμό για την νέα αρχή που θα έκανε, με την εισαγωγή του στο Πολυτεχνείο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούσε ότι η ζωή του είχε τελειώσει, ότι ήταν ένας ζωντανός-νεκρός που απλώς περίμενε και το βιολογικό θάνατο να έρθει κάποια στιγμή.

Η πρώτη μέρα στη Σχολή ήταν μία συγκλονιστική εμπειρία για τον Μιχάλη. Ο διευθυντής της φυλακής ενέκρινε τις ολιγόωρες άδειες, ώστε ο Μιχάλης να μπορεί να παρακολουθεί τα μαθήματα στο Πολυτεχνείο. Οι καθηγητές ήταν ενήμεροι της κατάστασης και κρατούσαν βέβαια παρουσίες του Μιχάλη. Οι συμφοιτητές όμως δεν γνώριζαν. Με μεγάλο κόπο συγκρατούσε τα δάκρυα ευτυχίας να μην κυλήσουν από τα μάτια του. Μύριζε τον αέρα της ελευθερίας και δεν τον χόρταινε….ήταν ένα απίστευτο συναίσθημα. Ήταν τόσο ενθουσιασμένος που κάποια στιγμή φοβήθηκε ότι θα λιποθυμήσει. Ήξερε, βέβαια, ότι δεν θα είχε μία φυσιολογική ζωή, όπως όλοι οι φοιτητές. Μεσημέρι έπρεπε να βρίσκεται και πάλι στο κελί του. Αλλά έστω κι αυτή η μικρή αίσθηση ελευθερίας, οι εικόνες που έβλεπε, τα πρόσωπα που τον κοιτούσαν με θαυμασμό κι όχι με περιφρόνηση, η επαφή με τον κόσμο της γνώσης, ήταν για εκείνον ένα όνειρο κι ευχόταν να μην τελειώσει ποτέ!

Είχε αποφασίσει να είναι απόμακρος με όλους, να μην κάνει επαφές, γιατί έτρεμε στην ιδέα ότι το μεγάλο μυστικό του θα μπορούσε να αποκαλυφθεί και να ξεσπάσει ντόρος. Ήδη είχε γίνει μεγάλο θέμα με την εισαγωγή κρατούμενου σε πολυτεχνική σχολή κι όσο κι αν είχε αρχίσει να ξεφουσκώνει το θέμα, με την πάροδο των μηνών, ο Μιχάλης ήθελε να είναι όσο πιο προσεκτικός γίνεται. Θα ζούσε, λοιπόν, τη διπλή ζωή και όπου τον έβγαζε….

Η γνωριμία του όμως με την Χριστίνα, την 19χρονη συμφοιτήτρια του θα ανέτρεπε όλα τα δεδομένα του. Η Χριστίνα ήταν το κορίτσι που είχε προσέξει από την πρώτη κιόλας ημέρα των μαθημάτων. Ήταν μία κοπέλα που κέρδιζε τις εντυπώσεις με την γλυκιά παρουσία της, το νάζι της και τα όμορφα καταγάλανα μάτια της. Η Χριστίνα ήταν αυτή που πρώτη πλησίασε τον Μιχάλη. Του έσφιξε το χέρι και του συστήθηκε όλο νάζι, χαμογελώντας με το πιο γλυκό χαμόγελο. Ο Μιχάλης, όσο κι αν χάρηκε με αυτή την κίνηση της Χριστίνας, προσπάθησε να την αποφύγει, από φόβο μήπως το μεγάλο του μυστικό αποκαλυπτόταν. Δεν ήταν όμως εύκολο να μείνει μακριά από όλους και από όλα. Ειδικά, από ένα αποφασισμένο κι όμορφο κορίτσι. Η Χριστίνα επέμενε και δεν ήταν διατεθειμένη να δεχτεί άρνηση. Είχε μάθει, άλλωστε, να κερδίζει πάντα το στόχο. Ο Μιχάλης είχε και μία ακόμα παράμετρο να υπολογίσει: τον περιορισμό του χρόνου. Δεν είχε τη δυνατότητα, όπως οι υπόλοιποι συμφοιτητές του, να βγει, μετά το μάθημα, για έναν καφέ ή να πάει σε ένα φοιτητικό ξέφρενο πάρτι ή σ’ ένα μπαράκι για ποτό το βράδυ.

Μία μέρα δεν πήγε στο μάθημα. Το ρίσκαρε. Έπαιξε με τη φωτιά. Υπέγραψε το παρουσιολόγιο που ήταν υποχρεωμένος να υπογράφει κάθε πρωί και το έσκασε. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά από άγχος, γιατί δεν ήθελε να χάσει την μοναδική ευκαιρία που του δινόταν να κάνει στη ζωή του κάτι που άξιζε πραγματικά: να ολοκληρώσει τις σπουδές του σε μία τόσο σημαντική Σχολή. Ήταν, όμως, κι άντρας και αυτό το κορίτσι σήμαινε κάτι ιδιαίτερο για εκείνον. Δεν μπορούσε να αντισταθεί. Όσο κι αν ήξερε ότι ήταν λάθος, το έκανε. Βγήκε για καφέ με την Χριστίνα, σε μία καφετέρια δίπλα στη Σχολή. Εκεί ήρθαν πιο κοντά. Αφέθηκε ο ένας στον άλλον. Ο Μιχάλης ήξερε ότι από τη στιγμή που εξελίσσονταν έτσι τα πράγματα, έπρεπε να φτιάξει από την αρχή έναν ψεύτικο κόσμο, ώστε από την μία πλευρά να συνεχίσει να έχει σχέση με την Χριστίνα, από την άλλη να μπορεί να βρίσκει δικαιολογίες ώστε να μην αποκαλυφθεί η αληθινή ζωή του και κυρίως ο εγκλεισμός του. Αυτό το «παιχνίδι», στο οποίο συνειδητά έμπαινε, ήταν δύσκολο κι έκρυβε κινδύνους και παγίδες. Ήθελε όμως να ρισκάρει. Η Χριστίνα προερχόταν από εύπορη οικογένεια, κορίτσι των βορείων προαστίων, με πατέρα δικαστικό κι άνετη ζωή. Ο Μιχάλης δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να πει την αλήθεια για τη δική του ζωή, η οποία του προκαλούσε ντροπή, καθώς ήταν ένα «απόβρασμα» της κοινωνίας, όπως όλοι θα τον χαρακτήριζαν, ειδικά στο χώρο του Πανεπιστημίου.

Για να αποφύγει τις πολλές ερωτήσεις, είπε ότι δουλεύει νύχτα, ως φύλακας, γιατί χρειάζεται χρήματα για να μπορέσει ο αδελφός του να υποβληθεί σε μία επέμβαση. Έτσι, για ένα χρονικό διάστημα κατάφερε να καλύψει τη διπλή ζωή του. Η Χριστίνα, τυφλή από τον έρωτα που για πρώτη φορά ζούσε, δεν μπορούσε να δει καθαρά. Όπως συμβαίνει, ασφαλώς, σε όλους όσους ερωτεύονται. Όλα τα έβλεπε ιδανικά και εξωραϊσμένα. Ακόμα και τα άσχημα και τα αρνητικά. Τα περιθώρια, ωστόσο, άρχισαν να στενεύουν για τον Μιχάλη όταν η Χριστίνα τον γνώρισε στην παρέα της. Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες του ίδιου να αποφύγει την εμπλοκή τρίτων προσώπων στη σχέση του με την Χριστίνα, δεν τα κατάφερε. Η Χριστίνα ήταν ένα πολύ κοινωνικό και έξω καρδιά κορίτσι και ως εκ τούτου είχε πολλές κοινωνικές επαφές. Οι φίλοι της ενθουσιάστηκαν με τον Μιχάλη, γιατί ήταν κι εκείνος ένας πολύ γοητευτικός νέος και το «μυαλό» του Τμήματος που σε επίπεδο ευφυΐας ξεχώριζε μεταξύ των συμφοιτητών του. Παρά ταύτα, ο Σταύρος, ο κολλητός της Χριστίνας είχε διαφορετική άποψη. Δεν συμπάθησε τον Μιχάλη, γιατί όπως είπε στην Χριστίνα «έχει κάτι το σκοτεινό επάνω του. Σαν κάτι περίεργο να τρέχει με αυτό τον τύπο. Πρόσεξέ τον Χριστίνα».

Η Χριστίνα γέλασε. Δεν πήρε στα σοβαρά τον Σταύρο και του απάντησε «Έλα, ρε Σταύρο. Πάλι θεωρίες συνωμοσίας…όπως πάντα υπερβολικός και υπερπροστατευτικός. Θα αρχίσω να πιστεύω ότι ζηλεύεις και δεν θέλεις να με βλέπεις χαρούμενη. Αφού είμαι τόσο ευτυχισμένη και για πρώτη φορά τόσο ερωτευμένη, γιατί δεν με αφήνεις να το ζήσω; Να το χαρώ;». Ο Σταύρος προσπάθησε να δικαιολογηθεί «Είσαι η καλύτερη μου φίλη και ένας από τους πιο σημαντικούς μου ανθρώπους. Δεν θέλω να σε δω να πληγώνεσαι από τον καθένα».

Ο Σταύρος είχε σκοπό να ψάξει το παρελθόν του Μιχάλη, γιατί ήταν κι ο ίδιος «τσιμπημένος» με την Χριστίνα κι ας προσπαθούσε να καλύψει τα συναισθήματά του πίσω από το πέπλο της φιλίας. Σε εκείνη τη φάση, όμως, δεν ήθελε να πιέσει τα πράγματα, γιατί φοβόταν κι ο ίδιος μήπως την χάσει, επειδή έβλεπε πόσο ερωτευμένη ήταν με τον Μιχάλη. Δεν έχανε, ωστόσο, ευκαιρία να εκτοξεύει απειλές στον Μιχάλη, τύπου «πρόσεξε καλά φίλε, γιατί εάν πειράξεις την Χριστίνα, θα έχεις να κάνεις μαζί μου και με όλη την παρέα. Η Χριστίνα έχει μία πολύ σημαντική θέση στην καρδιά μας». Ο Μιχάλης, για να μη δώσει δικαιώματα, δεν μιλούσε. Την τελευταία φορά, ωστόσο, που ο Σταύρος του επιτέθηκε λεκτικά, ο Μιχάλης δεν άντεξε και τον κοίταξε με βλοσυρό ύφος και του είπε «Εσύ να καθίσεις φρόνιμα, φιλαράκο, γιατί δεν σε βλέπω καλά. Καλύτερα να μην τα βάλεις μαζί μου, γιατί δεν ξέρεις τι είμαι ικανός να κάνω, μέχρι πού μπορώ να φτάσω». Την ίδια στιγμή που ξεστόμισε αυτά τα λόγια, την ίδια στιγμή και τα είχε μετανιώσει. Πράγματι, ήταν λάθος του, γιατί ο Σταύρος άρχισε ακόμα περισσότερο να υποπτεύεται τον Μιχάλη. Και δεν είχε σκοπό να αφήσει έτσι τα πράγματα. Απλώς άφηνε το χρόνο να κυλήσει. Σύντομα όλα θα ανατρέπονταν και ο Μιχάλης θα ερχόταν αντιμέτωπος με έναν ακόμα εφιάλτη…

Η συνέχεια…

Οι μήνες κυλούσαν και ο έρωτας του Μιχάλη και της Χριστίνας άνθιζε σαν να ήταν ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Οι στιγμές που μοιράζονταν λίγες, αλλά μοναδικές. Ήταν ασύγκριτα δυνατό αυτό που τους ένωνε. Ένα πάθος που τους έφτανε στα ουράνια. Μία φλόγα που έκαιγε μέσα στην καρδιά τους και τους έκανε να νιώθουν ότι μπορούν να κατακτήσουν ολόκληρο τον κόσμο, αρκεί να είναι μαζί. Όλα ήταν τέλεια. Φαινομενικά τουλάχιστον. Γιατί ο Μιχάλης συνέχιζε να ζει στον ψεύτικο κόσμο που είχε φτιάξει, διαφορετικά δεν μπορούσε να ζήσει τον έρωτά του με την Χριστίνα. Εάν η Χριστίνα γνώριζε, όχι μόνο θα τον χώριζε, αλλά θα τον μισούσε. Έτσι πίστευε ο Μιχάλης και γι’ αυτό δεν ήθελε να ρισκάρει να πει την αλήθεια.

Ζούσε το παραμύθι του, τις λίγες ώρες που βρισκόταν στη Σχολή. Όταν έκλεινε η βαριά, σιδερένια πόρτα της φυλακής, όλα τελείωναν και άρχιζε να ζει ξανά τον εφιάλτη του. Έναν εφιάλτη που του μάτωνε την καρδιά, αλλά ήταν υπαίτιος γιατί είχε κάνει μοιραία λάθη στην εφηβεία του, τα οποία τώρα πλήρωνε και με το παραπάνω.

Κάποτε, τον έπιανε ο ενθουσιασμός κι έλεγε ότι θα τα καταφέρει, ότι θα αλλάξει, ότι θα ζήσει μία ζωή φυσιολογική, όπως όλοι οι νέοι της ηλικίας του, αλλά όταν βράδιαζε και το κελί του βυθιζόταν σε μία νεκρική, επικίνδυνη σιωπή, τότε όλες του οι ελπίδες έσβηναν, όλα τα όνειρά του γκρεμίζονταν. Δεν ήταν ανόητος.. ήξερε ότι δεν θα μπορέσει να ζει το ψέμα του για πολύ καιρό ακόμα. Τα περιθώρια στένευαν. Η Χριστίνα θα του ζητούσε νυχτερινές εξόδους, εκδρομές, διασκεδάσεις, ό,τι ζητάει μία 19χρονη κοπέλα που θέλει να ζήσει τον πρώτο της αληθινό έρωτα. Και σίγουρα δεν θα της ήταν αρκετό να βρίσκονται σαν κυνηγημένοι, κάνοντας κοπάνες από τα μαθήματα. Δεν είχε μέλλον κι αυτό τον «σκότωνε». Όσο κι αν όλοι μιλούσαν για ένα γοητευτικό άντρα και για μία «διάνοια», όταν θα έβλεπαν το ποινικό του μητρώο θα τον καταδίκαζαν, δίχως δεύτερη σκέψη. Η Χριστίνα, οι μελλοντικοί εργοδότες του, οι νέοι του «φίλοι», οι πάντες. Ήταν καταδικασμένος. Δεν υπήρχε διέξοδος….με αυτές τις βαριές σκέψεις τον έπαιρνε ο ύπνος στο κρεβάτι του κελιού….

Μέσα στη φυλακή, οι περισσότεροι συγκρατούμενοι τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν, γιατί σίγουρα ήταν ξεχωριστός από τους υπόλοιπους, Υπήρχαν όμως κι εκείνοι που τον ζήλευαν και με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να του κάνουν τη ζωή του δύσκολη. Ο Διευθυντής καμάρωνε γι’ αυτόν το ξεχωριστό νέο, έτσι εύκολα ενέκρινε την πενθήμερη άδεια. Ο Μιχάλης κόντεψε να αγκαλιάσει τον Διευθυντή. Αυτή η άδεια ήταν μία απίστευτη ευκαιρία για να ζήσει με την Χριστίνα στιγμές. Πέντε μέρες μακριά από το κολαστήριο, μόνος του με την Χριστίνα. Ήθελε να ζήσει μόνο για εκείνες τις πέντε μέρες, κι ας ήταν οι τελευταίες της ζωής του.

Ο Μιχάλης είχε πέντε μέρες στη διάθεσή του για να κατακτήσει με την Χριστίνα όλο τον κόσμο. Πήγαν στη θάλασσα, πήγαν στο βουνό, χόρεψαν, ήπιαν πολύ, έκαναν ό,τι δεν είχαν κάνει και δύσκολα θα ξαναέκαναν. Ήταν απλώς υπέροχα! Ώσπου, έγινε εκείνο το πάρτι που θα άλλαζε τα πάντα…

Ήταν ένα από τα ξέφρενα φοιτητικά πάρτι. Πολύς κόσμος, να πίνει ανεξέλεγκτα, να χορεύει, να γελάει, παντού καπνός να σβήνει κάθε ίχνος ντροπής και συστολής. Μέχρι τα ξημερώματα ο Μιχάλης και η Χριστίνα διασκέδαζαν, ζώντας το δικό τους παραμύθι. Ώσπου ο Μιχάλης ξύπνησε απότομα. Η παρέα της Χριστίνας μιλούσε για εκείνον τον «φυλακόβιο-διάνοια» που ήταν στη Σχολή τους. Είχε μαθευτεί. Ένα τόσο συγκλονιστικό νέο δεν μπορούσε να μείνει για καιρό κρυφό. Τα σχόλια που ακούστηκαν ήταν πικρόχολα, ο οποίος δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ακόμα και η Χριστίνα, η δική του Χριστίνα, σκεφτόταν έτσι, τόσο σκληρά, τόσο απάνθρωπα. Ο Μιχάλης χλόμιασε, έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του, όμως δεν αντέδρασε. Στάθηκε παράμερα και απλώς παρακολουθούσε τη συζήτηση, αμίλητος και σκεφτικός. Η Χριστίνα τον πλησίασε και τον αγκάλιασε, αλλά εκείνος την απομάκρυνε. Ήξερε ότι αυτή ήταν η αρχή του τέλους…όμως κάπου, βαθιά μέσα του, ήλπιζε ότι θα έχει λίγο ακόμα χρόνο στη διάθεσή του.

Όταν όμως το βλέμμα του διασταυρώθηκε με το βλέμμα του Σταύρου, κατάλαβε ότι όλα είχαν τελειώσει. Ο Σταύρος είχε μάθει την αλήθεια, δεν ήταν άλλωστε τόσο δύσκολο, λίγο ψάξιμο στο Διαδίκτυο και τίποτα πια δεν μένει κρυφό για πολύ καιρό. Ο Σταύρος τον υποπτευόταν πολύ καιρό τώρα και ο Μιχάλης, δυστυχώς, του είχε δώσει δικαιώματα για να ψάξει το παρελθόν του. Ο Σταύρος, τώρα, γελούσε χαιρέκακα. Έκανε νόημα στον Μιχάλη να συναντηθούνε έξω στο μπαλκόνι, για μία κουβεντούλα.

Ο Μιχάλης ακολούθησε τον Σταύρο. Ο Σταύρος έδωσε την δική του παράσταση. Τα λόγια του σκληρά: «Φιλαράκο, όλα τελείωσαν. Ξέρω ποιος είσαι. Ξέρω τι κουμάσι είσαι. Είσαι ένας τιποτένιος φυλακόβιος και τίποτα παραπάνω. Έπρεπε να το είχα καταλάβει από την αρχή. Από τη φάτσα σου φαίνεται ότι είσαι από… αυτούς. Απορώ τι σκεφτόσουν όταν τα έμπλεξες με την Χριστίνα. Ναι, το παραδέχομαι ότι είσαι πανέξυπνος και όπως λένε οι χαζές συμφοιτήτριες μου γοητευτικός, αλλά πίστεψες έστω και για μία στιγμή ότι η Χριστίνα θα μπορούσε να σε κοιτάξει εάν ήξερε ποιος πράγματι είσαι; Ούτε να σε φτύσει, δεν θα ήθελε».

Ο Μιχάλης ρώτησε αγριεμένα «Τι θέλεις από εμένα;». Ο Σταύρος όμως ήταν αποφασισμένος να το φτάσει στα άκρα «Κατ’ αρχάς, χαμήλωσε τους τόνους. Δεν σε παίρνει να κάνεις τσαμπουκάδες. Αυτά με τα ρεμάλια, με τα οποία συναναστρέφεσαι στις φυλακές και στα κωλομέρη που σύχναζες. Θα μπορούσα να σε καταστρέψω σε κλάσματα δευτερολέπτου, να σε κάνω ρεζίλι σε όλο το Πολυτεχνείο, αλλά επειδή είμαι καλός άνθρωπος, κατά βάθος, δεν θα το κάνω. Άλλωστε, εσύ, είμαι σίγουρος, ότι θα σαπίσεις από μόνος σου, με το δρόμο που διάλεξες να ακολουθήσεις. Το νομίζεις ότι το πτυχίο του Πολυτεχνείου είναι η λύση; Ξύπνα, μεγάλε! Μπήκες φυλακή, έχεις για όλη σου τη ζωή το στίγμα του εγκληματία, ό,τι κι αν έχεις κάνει. Δουλειά, γκόμενες, άνετη ζωή, ό,τι κι αν είχες ονειρευτεί, θα είναι ένα άπιαστο όνειρο για σένα, ακόμα κι όταν βγεις από τη φυλακή μετά από χρόνια. Μα εμένα με νοιάζει η Χριστίνα και δεν θα σε αφήσω να την καταστρέψεις».

Ο Μιχάλης έπαιξε και το τελευταίο του χαρτί, με σκοπό να συγκινήσει τον Σταύρο «Με την Χριστίνα είμαστε πολύ ερωτευμένοι. Ακόμα κι αν χωρίσουμε, ακόμα κι αν τα φτιάξει μαζί σου, εμένα θα σκέφτεται, εμένα θα ζητάει». Ο Σταύρος όμως ήταν ανένδοτος «Δεν με ρίχνεις με τέτοια. Δεν είσαι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος για την Χριστίνα. Εάν η Χριστίνα μάθει ποιος είσαι, θα σε σουτάρει. Αλλά και στην περίπτωση που θελήσει να σου δώσει μία δεύτερη ευκαιρία, γιατί είναι αρκετά πονόψυχη, εάν οι δικοί της μάθουν με ποιον βγαίνει θα την σκοτώσουν ή θα σκοτώσουν εσένα, είναι βλέπεις πολύ αυστηροί και παλαιών αρχών. Ο πατέρας της, δικαστικός. Σου λέει κάτι αυτό; Αλλά κι οι φίλοι μας, εάν μάθουν την αλήθεια, θα πέσουν όλοι πάνω της να την προστατεύσουν από εσένα. Η Χριστίνα δεν θα αντέξει τόση πίεση». «Οπότε, θα της το πεις;» ρώτησε τρομαγμένος ο Μιχάλης. Η απάντηση του Σταύρου ήταν αποστομωτική «Όχι, δεν θα της το πω, γιατί ξέρω ότι αυτό θα την πληγώσει αφάνταστα. Θα σου δώσω κι εγώ μία ευκαιρία. Να εξαφανιστείς από μόνο σου όμορφα κι ωραία. Ξέρεις εσύ τον τρόπο, είσαι μανούλα στα ψέματα και τις δολοπλοκίες. Θα βρεις μία ωραία δικαιολογία για να χωρίσετε. Σου δίνω διορία μέχρι το τέλος της εβδομάδας. Αλλιώς, ναι θα αναγκαστώ να πω την αλήθεια. Κι όχι μόνο στην Χριστίνα, αλλά σε όλους».

Η Χριστίνα, που έψαχνε τον Μιχάλη, του φώναξε με ανακούφιση «Ώστε εδώ είσαστε οι δύο μου άντρες! Είχα ανησυχήσει. Σ’ έψαχνα Μιχάλη τόση ώρα. Μα τι έχεις; Εσύ είσαι άσπρος σαν το πανί, λες και είδες φάντασμα! Τι σου συμβαίνει;», ρώτησε έντρομη η Χριστίνα, αλλά πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη ο Μιχάλης, τον είχε προλάβει ο Σταύρος, «Μην ανησυχείς για το αγόρι σου Χριστίνα. Είχαμε μία συζήτηση για εκείνον τον τύπο από τις φυλακές που φοιτά στη Σχολή μας και μάλλον τρόμαξε. Πολύ ευαισθητούλι βγήκε το αγοράκι σου», γέλασε ο Σταύρος που επεδίωκε να φέρει στα όρια του τον Μιχάλη. Η Χριστίνα «μάλωσε» τον Σταύρο «Έλα, ρε Σταύρο πάλι με τα ανόητα αστειάκια σου. Αλήθεια, τι συζητήσεις είναι αυτές που ανοίξαμε απόψε; Για φυλακές και τέτοιες αηδίες; Εφιάλτες θα βλέπω. Ας σταματήσουμε εδώ αυτή την κουβέντα, γιατί τρομάζω και μόνο στην ιδέα ότι ένα απόβρασμα έρχεται στη Σχολή μας και εμείς δεν ξέρουμε ποιος είναι». Ο Μιχάλης μπήκε βιαστικά μέσα. Ναι, το τέλος είχε πια φτάσει ή τουλάχιστον ήταν πολύ κοντά. Αλλά ήθελε, για μία τελευταία φορά, να παίξει με τη φωτιά που τόσο αγαπούσε άλλωστε….

Το τέλος αυτής της ιστορίας θα είναι ανατρεπτικό. Άραγε, η αλήθεια θα αποκαλυφθεί στην Χριστίνα και από ποιον τελικά; Ο έρωτας αυτός έχει αύριο ή είναι καταδικασμένος; Ο Μιχάλης θα εφ’ όρου ζωής με το στίγμα του «εγκληματία» ή θα του δοθεί μία ακόμα τελευταία ευκαιρία να ξεφύγει από τη μοίρα του και να ζήσει μία ζωή φυσιολογική; Τα λάθη της ανήλικης ζωής ήταν τραγικά, άραγε θα τον κυνηγάνε μέχρι το τέλος της ζωής του;

Το τέλος….
Γράφει ο Γιώργος Κοντοπίδης

23 πατημένα πλέον για τον Μιχάλη. Στα 19 η Χριστίνα. Το παρελθόν βαρύ και θα τον ακολουθεί για πάντα. Κάθε ελπίδα πως θα έχει μια φυσιολογική ζωή φαντάζει πλέον επιστημονική φαντασία. Ακόμα κι αν καταφέρει να πάρει πτυχίο, ακόμα κι αν αποφυλακιστεί νωρίτερα λόγω καλής διαγωγής, το ξέρει πως η «φυσιολογική» ζωή τελείωσε. Ο εφιάλτης είχε, άλλωστε, ξεκινήσει από την καταραμένη μέρα που για πρώτη φορά πούλησε εκείνη τη δόση του ενός γραμμαρίου. Τώρα το «στίγμα του εγκληματία» θα τον ακολουθεί για πάντα.
Μετανιωμένος όσο ποτέ άλλοτε, θα χρησιμοποιούσε επιτέλους τις αρετές του προς όφελος του. «Καμία βιαστική κίνηση», σκέφτηκε. «Θα γίνουν όλα όπως πρέπει». Πήρε μερικές βαθιές ανάσες, άφησε την βραδιά να κυλήσει σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, σαν να μην έχει γίνει ποτέ αυτή η κουβέντα με τον Σταύρο. Για πρώτη του φορά μέσα σε αυτά τα 3 χρόνια της φυλάκισής του, τώρα επιθυμούσε να βρισκόταν στο κελί του. Πριν φύγει εκείνο το βράδυ, πλησίασε τον Σταύρο και του ψιθύρισε: «Το ξέρω ότι δεν έχω κανένα μέλλον με την Χριστίνα, αλλά αυτό είναι δικό μου θέμα. Πραγματικά το βρίσκω πολύ ηλίθιο να εκβιάζεις κάποιον που δεν έχει ουσιαστικά τίποτα να χάσει. Αφού γνωρίζεις ποιος είμαι, θα γνωρίζεις και τι είμαι ικανός να κάνω. Θα σου δώσω εγώ μια ευκαιρία να το ξανασκεφτείς και να μου πεις ως το τέλος της εβδομάδας αν εξακολουθείς να θέλεις να με εκβιάζεις. Ειλικρινά, το ξέρουμε και οι δύο ότι δεν έχω τίποτα να χάσω…. Σκέψου το».

Ο Μιχάλης, αυτό που ουσιαστικά, προσπαθούσε να κάνει ήταν να κερδίσει χρόνο. Τουλάχιστον για αρχή. Γι’ αυτό εξαφανίστηκε προτού προλάβει ο Σταύρος να απαντήσει στην απειλή του. Λόγω παρελθόντος, γνώριζε πολύ καλά πώς να διαπραγματεύεται, πώς να απειλεί και πώς να ξεγλιστράει από δύσκολες καταστάσεις. Ένα δευτερόλεπτο αν έμενε, ήξερε ότι θα μπορούσε να είναι αρκετό για να δώσει ο Σταύρος απάντηση. Έπρεπε να το αποφύγει, γιατί η απάντηση μπορούσε να σήμαινε και καταδίκη, αφού τα πράγματα θα μπορούσαν να ξεφύγουν εύκολα από κάθε έλεγχο. Από την άλλη ήταν σίγουρος πως ο Σταύρος δεν θα μπορούσε να τον ξεμπροστιάσει τώρα. Αν το έκανε, η Χριστίνα δεν θα τον συγχωρούσε που γνώριζε και δεν της το είχε πει ήδη.

«Ευτυχώς είναι το τελευταίο βράδυ εκτός φυλακής». Ούτε ο ίδιος πίστευε ότι ανυπομονούσε να βρεθεί στο κελί του. Εκεί μέσα θα μπορούσε να σκεφτεί όσο χρειαζόταν, ώστε να μπορέσει να πάρει τη σωστή απόφαση. Μέσα στο κελί του, ως πολύ αργά τη νύχτα, έμεινε βυθισμένος στις σκέψεις του. Χιλιάδες σκέψεις, εικόνες, συναισθήματα, πλημμύριζαν το μυαλό και την ψυχή του και τον οδηγούσαν στην τρέλα. Η ματαιότητα της ίδιας της ζωής, τι νόημα έχουν όλα; «Ή εγώ ή αυτός. Είναι λύση να βάλω να τον ‘φάνε’; Στην τελική δεν θα μάθει κανείς τίποτα. Όχι πρέπει να ξεφύγω από αυτά. Μα τι λέω! Πάντα θα είμαι ένας εγκληματίας. Όχι ο θάνατος δεν είναι λύση… εκτός αν το κάνει κάποιος άλλος αυτό για μένα; Πανεύκολο να βρω ‘εκτελεστή’ και τα δικά μου χέρια μου θα είναι καθαρά», μονολογούσε χαμένος στις σκέψεις του. Το μυαλό του έτρεχε από τη μια σκέψη στην άλλη με τρελή ταχύτητα: “Κι όμως αργά ή γρήγορα θα μαθευτεί. Είναι στο internet, στις εφημερίδες, το γνωρίζουν οι καθηγητές. Μια λέξη να ξεφύγει από κάποιον την ώρα του μαθήματος. “δεν τα πας άσχημα για φυλακισμένος”. Ναι! Ναι έτσι είναι. Είναι θέμα χρόνου να το μάθει. Ίσως να καταστρέψω το παρόν μου, αλλά θα έχω ακόμα μια ελπίδα για το μέλλον. Έξω από τα κάγκελα… Μπορεί να έχω ακόμα 12 χρόνια, αλλά είναι ο μόνος λόγος που δεν έχω εγκαταλείψει ακόμα. Αυτό είναι το πιο σημαντικό. Ελευθερία. Όπως τα περισσότερα πράγματα στον κόσμο πρέπει να τα χάσεις για να καταλάβεις την αξία τους. Και τώρα που το σκέφτομαι, πως θα ήταν άραγε η ζωή μου χωρίς την Χριστίνα; Όπως ήταν πριν την γνωρίσω». Πεζός και προσγειωμένος ο Μιχάλης σιγά σιγά ξεδίπλωνε το κουβάρι των σκέψεών του. «Στην τελική δεν θα την παντρευτώ κιόλας, ακόμα κι αν στο μέλλον ίσως και να το ήθελα, αυτό κι αν θα είναι αδύνατον. Με τους γονείς της, το περιβάλλον της…. Το δίλημμα τελικά είναι το εξής: να ζήσω το όνειρο κι όσο πάει ή να αποκαλυφθώ και να το τελειώσω μόνος μου;».

Οι μόνοι άνθρωποι, οι οποίοι μέχρι εκείνη τη στιγμή του είχαν σταθεί, θα ήταν και αυτοί στους οποίους θα απευθυνόταν. Ο καθηγητής και ο διευθυντής της φυλακής. Το επόμενο πρωί κιόλας αιτήθηκε να τους συναντήσει μαζί, πράγμα που δεν άργησε να γίνει. Τους τα είπε όλα με νι και το σίγμα. Την ώρα που ξεστόμιζε τα λόγια του ένιωθε σαν 15χρονο που λέει τα γκομενικά του στους γονείς του ζητώντας συμβουλές. Ο εσωτερικός του κόσμος ήταν διαλυμένος εδώ και χρόνια και τώρα προσπαθούσε να τον ξαναχτίσει με τους μοναδικούς πραγματικούς του φίλους. Ναι, μόνο αυτοί ήταν φίλοι και το αντιλαμβανόταν τώρα πολύ καλά. Οι απαντήσεις των φίλων του δεν θα τον επηρέαζαν σκέφτηκε. Τι σημασία έχει αφού ζω ένα ψέμα τελικά; Είχε ήδη πάρει την απόφασή του. Θα της έλεγε την αλήθεια και ότι και να γινόταν θα το άντεχε. Έχει αντέξει πολύ σκληρότερα πράγματα ήδη. Και ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός. Πόσο μάλλον για έναν χωρισμό σε μια σχέση που δεν έχει κανένα μέλλον.
Οι σκέψεις του όμως σταμάτησαν όταν ο διευθυντής τον διέκοψε γελώντας καθώς ταυτόχρονα έστριβε την άκρη του ασυνήθιστα μεγάλου μουστακιού του. «Για στάσου ένα λεπτό. Εσύ τι πιστεύεις ότι μπορείς να έχεις μια φυσιολογική ζωή; Είπαμε να σε βοηθήσουμε, να σου δώσουμε μια ευκαιρία, αλλά τώρα τι ακριβώς περιμένεις; Να σε αφήσουμε ελεύθερο;». «Όχι! Προς Θεού δεν είπα κάτι τέτοιο. Δεν έχω κανέναν λογικό άνθρωπο να μιλήσω και το μόνο που ήθελα να κάνω είναι αυτό». «Λυπάμαι παιδί μου, θέλω να σε βοηθήσω αλλά δεν θέλω να ξεχάσεις γιατί είσαι εδώ μέσα. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που πραγματικά περιμένεις από εμάς να κάνουμε για το θέμα σου αλλά ότι κι αν προσδοκάς δεν θα γίνει. Αν έχεις θέμα με τα μαθήματα σου, θα σε βοηθήσουμε όσο μπορούμε. Οτιδήποτε άλλο είναι πέρα από κάθε συζήτηση. Κι αν ήξερα ότι ήθελες την άδεια για να πας εκδρομή, δεν θα στην έδινα ποτέ. Όταν βγεις από εδώ με το καλό έλα να σε βοηθήσω με ότι χρειαστείς, αλλά τώρα και για 12 χρονάκια ακόμα είσαι ένας έγκλειστος των φυλακών κι αυτό πρέπει να το βάλεις καλά στο μυαλό σου».

Ο Μιχάλης σηκώθηκε, τους ευχαρίστησε και τους δύο για το χρόνο τους και γύρισε στο κελί του. Στην αρχή ένιωθε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Οι μόνοι άνθρωποι που εμπιστευόταν δεν μπορούσαν να τον καταλάβουν, να τον αισθανθούν, να τον ακούσουν, να τον βοηθήσουν. Αμέσως όμως κατάλαβε. Προσπάθησε να βάλει τον εαυτό του στη θέση τους. Είχαν δίκιο. Ξαφνικά άρχισε να αισθάνεται ότι έχει μεγαλώσει αρκετά. «Τι βλακείες είναι αυτές που κάνω;» σκέφτηκε. Πίσω στο κελί του έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα. Αυτό είναι τελικά ο καλύτερός του φίλος. Τον κάνει να ξεχνιέται, να περνάει ευχάριστα και δημιουργικά ο καιρός του κι ασφαλώς μαθαίνει και πέντε σημαντικά πράγματα, αναλογιζόταν. Έτσι κι αλλιώς ήταν Κυριακή, είχε πολλά πράγματα να ετοιμάσει για την επόμενη μέρα. Μόνο που αυτήν τη φορά όταν τελείωσε, αντί να κλείσει το τετράδιο, γύρισε σε μια καθαρή σελίδα κάπου στη μέση και άρχισε να γράφει:

«Αγάπη μου,
Μόνο αν μπορούσες να βάλεις τον εαυτό σου στη θέση μου, θα μπορούσες να καταλάβεις τι περνάω. Ότι και να πω όμως, όσο και να δικαιολογηθώ δεν υπάρχουν λόγια να εκφράσουν τη συγγνώμη μου. Όχι δεν έχω άλλη σχέση, αλλά όταν σου εξηγήσω ίσως και να εύχεσαι να είχα. Σε έχω φλομώσει στο παραμύθι. Αυτή είναι η αλήθεια. Δεν ήμουν ποτέ ειλικρινής μαζί σου για το ποιος είμαι. Ένα google το όνομά μου θα σου πει περισσότερα για μένα, από όσα κι αν σου γράψω εγώ σε αυτό το γράμμα. Δυστυχώς ναι! Εγώ είμαι αυτός για τον οποίο δεν θέλει να μιλάει κανείς και όλοι γι’ αυτόν ψιθυρίζουν. Η ουσία όμως για μένα δεν είναι το τι έχω κάνει στο παρελθόν μου, αλλά το γεγονός ότι σου έχω κρύψει την αλήθεια. Αυτό είναι το έγκλημά μου και αυτό είναι ο λόγος που θα καταδικαστώ. Μα τι θα μπορούσα να κάνω; Είσαι το πιο υπέροχο πράγμα που μου έχει συμβεί σε όλη την άθλια και μίζερη ζωή μου. Το να ζω χωρίς εσένα θα είναι η πραγματική καταδίκη και όχι οι τέσσερεις τοίχοι μιας φυλακής. Στην πραγματικότητα είσαι η μόνη που με γνωρίζεις ουσιαστικά. Πίσω από τις φριχτές πράξεις ενός παιδιού, κρύβεται ένας νέος με όνειρα, φιλοδοξίες, πάθος για ζωή και έρωτα. Ο Μιχάλης που γνώρισες και ερωτεύτηκες. Και αυτός που γνώρισες δεν είναι ψέμα. Αυτός είμαι πραγματικά. Δεν έχω τίποτα κοινό πια με εκείνο το παιδάκι που μπήκε φυλακή για διακίνηση ναρκωτικών και συμπλοκές, παρά μόνο τις ίδιες φοβίες. Αν δεν έχεις πετάξει ακόμα στα σκουπίδια αυτό το γράμμα έχω να σου πω δυο κουβέντες ακόμα. Θα αναρωτιέσαι δυο πράγματα και αυτά είναι τα οποία θα προσπαθήσω να σου απαντήσω: Πως και δεν το είχες καταλάβει τόσο καιρό; Γιατί έχω αλλάξει. Γιατί έχω ωριμάσει. Γιατί γνωρίζω πολύ καλά τι αξίζεις και θέλω να είμαι εγώ αυτός που θα στο δώσει και γιατί κάνω και θα κάνω τα πάντα για να στο αποδείξω. Γιατί σ’ αγαπάω. Σ’ αγαπάω με όλη μου την ψυχή. Ειλικρινά. Γιατί σου τα λέω τώρα; Σίγουρα κάποια στιγμή θα το μάθαινες με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Θα είμαι ειλικρινής μαζί σου: όχι δεν θα σου το έλεγα. Δεν έχω τα μούτρα. Ούτε και είμαι τρελός να θέλω να σε χάσω. Γιατί είμαι σίγουρος πως όταν το μάθαινες θα το τελείωνες. Δυστυχώς όμως είναι και κάποιος άλλος ερωτευμένος μαζί σου και δεν θέλει καθόλου την ευτυχία σου με μένα. Έψαξε, έμαθε και με απειλεί. Δεν έχω τα όπλα να πολεμήσω για την σχέση μας δυστυχώς. Όλα τα στοιχεία είναι εναντίον μου. Οπότε δεν μου μένει τίποτε άλλο από το να σου πω την αλήθεια. Ας αποφασίσεις εσύ τι θέλεις για το μέλλον σου. Ήσουν τα πάντα για μένα και θα εξακολουθήσεις να είσαι για όσο ζω. Είσαι νέα, όμορφη με λαμπρό μέλλον, αλλά κακά τα ψέματα οι κόσμοι μας δεν τέμνονται πουθενά. Εγώ ένας αλήτης δεν έπρεπε ποτέ να είχα μπει στη ζωή σου. Ζητώ ταπεινά συγγνώμη αν και ξέρω ότι ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω για κανέναν μας. Γιατί αν γύριζε θα είχα κάνει πολλά πράγματα διαφορετικά πολύ πριν σε γνωρίσω. Δεν νομίζω πως έχει νόημα να σε πρήζω άλλο. Μακάρι να είχα τα κότσια να σου τα πω από κοντά. Μακάρι να μπορούσα να σε αγκαλιάσω μια τελευταία φορά.
Αντίο μικρή μου»

Ο Μιχάλης είχε προσέξει τα πάντα στον τρόπο που έγραφε. Δίχως γνώσεις ψυχολογίας, είχε καταφέρει να ψυχολογεί απίστευτα τόσο τους ανθρώπους όσο και τις αντιδράσεις τους. Ο εγκλεισμός τον είχε ωριμάσει και τον είχε κάνει να εμβαθύνει στην ανθρώπινη προσωπικότητα. Ίσως με τον διευθυντή να είχε πέσει λίγο έξω, όμως καταλάβαινε πολύ καλά την αντίδρασή του. Ευθύς, λακωνικός και με διακριτικό χιούμορ θα έλεγε κανείς, προσπάθησε να συντάξει ένα γράμμα «ψυχολογικού πολέμου» όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος. Έτσι λοιπόν στο γράμμα του δεν ανέφερε πουθενά το ποιος ήταν και τι είχε κάνει. Ήξερε ότι αν το έκανε θα τον καταδίκαζε αμέσως. Δεν μίλησε πουθενά για χωρισμό και δεν πίεσε με απειλές ή άλλα τινά που θα μπορούσαν να τον συνδέσουν με την παλιά ζωή του. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ζητήσει συγγνώμη. Αυτή, έπειτα, θα αποφάσιζε τι θα γινόταν. Επίσης ήταν σκληρός με τον εαυτό του και αυτοχαρακτηριζόταν με ονόματα βαριά. Έδειχνε έτσι το πόσο μετανοιωμένος ήταν. Πέταξε ευθέως το μπαλάκι στα χέρια της, βάζοντας όλο το βάρος της σχέσης τους απάνω της…. Μεγάλη ευθύνη. Τέλος, λίγο Μάρθα Βούρτση θα είναι το καλύτερο φινάλε. Τα εννοούσε όμως πραγματικά. Όλα όσα έγραφε. Ακόμα και η αναφορά του στον Σταύρο δεν ήταν ονομαστική εσκεμμένα. Χωρίς να τον καταδώσει ονομαστικά, ήταν σίγουρος πως εκείνη θα καταλάβαινε αμέσως για ποιόν μιλάει. Τώρα θα έχει και αυτός μεγάλο μερίδιο ευθύνης εάν τελείωνε η σχέση τους και λογικά δεν θα στρεφόταν σε αυτόν.

Δευτέρα πρωί λοιπόν και σε ένα κενό μεταξύ 11 και 12 η ώρα, η Χριστίνα έτρεξε προς το μέρος του με το που τελείωσε ο καθηγητής τη διάλεξη. Ο Μιχάλης την αγκάλιασε και την έσφιξε σαν να ευχόταν να μην τελειώσει ποτέ εκείνη η αγκαλιά. Σαν να είχε σταματήσει για λίγο ο χρόνος για τον Μιχάλη. Δεν ένιωθε τίποτα. Ενώ γινόταν τόση φασαρία από τους συμφοιτητές που έβγαιναν από την αίθουσα, αυτός δεν άκουγε τίποτα. Κάποια στιγμή, μετά από μερικά λεπτά, άνοιξε τα μάτια του και άρχισε να συνειδητοποιεί τη φωνή της Χριστίνας. «Είσαι καλά παιδάκι μου; Τι έπαθες; Γιατί κλαίς; Μίλησε μου επιτέλους». Ο Μιχάλης έβγαλε από την τσέπη του το γράμμα συνειδητοποιώντας το τέλος. Της το έδωσε και με λυγμούς άρχισε να απομακρύνεται με γρήγορο βήμα. Έξω από τη Σχολή βρήκε μια γωνιά πίσω από ένα κτίριο κάθισε κάτω και άναψε ένα τσιγάρο. Συνέχισε να κλαίει. Όχι, δεν θα πήγαινε για άλλο μάθημα σήμερα. Γύρισε στο κελί του, το κολαστήριο του αλλά και «ησυχαστήριο» από όλο αυτό τον πανικό που ζούσε έξω από τα κάγκελα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του και έμεινε εκεί όλη την υπόλοιπη μέρα. Κοιμόταν, ξυπνούσε, έκλαιγε και πάλι από την αρχή.

Την επόμενη μέρα ο καθηγητής στη Σχολή τον επέπληξε: «Τι συμβαίνει κύριε Αποστόλου; Δεν πιστεύω να φοράτε τα γυαλιά μέσα στην αίθουσα για να κοιμάστε με την ησυχία σας». Ο Μιχάλης έβγαλε τα γυαλιά και αποκαλύφθηκαν τα πρησμένα, κατακόκκινα από το κλάμα, μάτια του. «Χμ. Κατάλαβα! το ξενυχτίσαμε κύριε Αποστόλου;» «Με συγχωρείτε κύριε» είπε ο Μιχάλης και ξαναφόρεσε τα γυαλιά του. «Μα καλά πως είναι δυνατόν να με ρωτάει κάτι τέτοιο. Λες και δεν ξέρει ότι είμαι στη φυλακή», αναρωτήθηκε ο Μιχάλης, νιώθοντας ότι ήδη ο χρόνος είχε αρχίσει να μετράει αντίστροφα γι’ αυτόν. Πλέον, έβλεπε παντού εχθρούς και συνωμότες.

Η Χριστίνα δεν ήταν πουθενά. Όπως, άλλωστε, το περίμενε κι ο ίδιος ο Μιχάλης. Καταλάβαινε ότι ήταν ζήτημα χρόνου να χάσει τα πάντα. Οι γονείς της Χριστίνας είχαν βρει το γράμμα. Με συνοπτικές διαδικασίες την έστειλαν στην Αγγλία να συνεχίσει εκεί τις σπουδές της. Εκείνη έψαξε και βρήκε τη διεύθυνση των φυλακών. Τον είχε συγχωρέσει, αλλά δεν μπορούσαν πλέον να υποστηρίζουν ότι έχουν σχέση. Άρχισαν να αλληλογραφούν. Ο ένας περίμενε τον άλλο να απαντήσει προτού στείλει ένα νέο γράμμα. Έτσι στην αρχή τα γράμματα ήταν κάθε 2-3 μέρες, αργότερα κάθε μήνα αργότερα κάθε 3-4 μήνες μέχρι που σε 3 χρόνια σταμάτησαν εντελώς. Ακόμα κι όταν ερχόταν στην Ελλάδα η Χριστίνα δεν πήγαινε να τον δει. Δεν ήθελε να τον δει πίσω από τα σίδερα. Τον είχε στο μυαλό της αλλιώς. Θεωρούσε μέσα της πως οι γονείς της έφταιγαν για το χωρισμό και αυτό της έδινε μια ικανοποίηση. Ο χρόνος κυλούσε πλέον διαφορετικά. Ήταν πια δυο φίλοι που βρέθηκαν την λάθος στιγμή στο λάθος μέρος. Αυτό ήθελαν να πιστεύουν. « Ίσως στο μέλλον τα καταφέρουμε», της είχε γράψει σε κάποιο από τα γράμματά του.

Ο Μιχάλης αποφοίτησε στην ώρα του και συνέχισε με τη βοήθεια του διευθυντή και των καθηγητών του για μεταπτυχιακό το οποίο τελείωσε με επιτυχία. Ήταν μοναδική περίπτωση κρατουμένου που προχωρούσε τόσο πολύ τις σπουδές του, φτάνοντας στο σημείο να τον ζητήσουν οι καθηγητές για διδακτορικό και έρευνα. Είχε εξελιχθεί σε έναν λαμπρό επιστήμονα που σε τίποτα δεν θύμιζε το αμούστακο αγόρι που είχε οδηγηθεί στις Φυλακές Ανηλίκων. Ξεκίνησε, πίσω από τα κάγκελα, να κάνει διδακτορικό και παράλληλα κάποια μαθήματα σε συγκρατούμενούς του στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας των Φυλακών. Αργότερα, και όντας ακόμα έγκλειστος, πραγματοποίησε μία σημαντική έρευνα που έτυχε μεγάλης αναγνώρισης σε Ελλάδα και εξωτερικό, με αποτέλεσμα να αποκτήσει πολύ μεγάλη φήμη τόσο για το πολύ σπουδαίο έργο του, όσο και για το παρελθόν του και το πώς κατάφερε να «δραπετεύσει» από τη μοίρα του. Ήταν 32 ετών όταν αποφυλακίστηκε. Παρά το πολύ σημαντικό του έργο, το γεγονός ότι το ποινικό του μητρώο ήταν «λερωμένο» τον εμπόδιζε να ανοίξει τα φτερά του και να κάνει όλα όσα ονειρευόταν, όπως να διδάξει στο Πανεπιστήμιο. Πολλές Σχολές τον ήθελαν, γιατί η έρευνά του ήταν μοναδική, αλλά…πάντα υπήρχε το αλλά που αφορούσε τη φυλακή. Όταν, λοιπόν, του έγινε πρόταση από ένα κολλέγιο στην Αγγλία, πραγματικά πέταξε από τη χαρά του και δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του. Ένα από τα μεγαλύτερα όνειρά του, γινόταν πραγματικότητα! Η χαρά του ήταν διπλή, γιατί είχε μια ελπίδα ότι ίσως οι δρόμοι τους με την Χριστίνα ξανασυναντηθούν στην Αγγλία. Τώρα μάλιστα που τα πράγματα είναι αλλιώς.

Δύο μήνες είχαν περάσει στο Λονδίνο και δεν είχε καταφέρει να εντοπίσει την Χριστίνα. Είχαν κόψει την επικοινωνία εδώ και καιρό κι είχε χάσει τα ίχνη της. Η φευγαλέα του ματιά, καθώς περνούσε μπροστά από το γραφείο ενός συναδέλφου, σταμάτησε απότομα, όταν είδε μια φωτογραφία στο εξώφυλλο της εφημερίδας Sun. Η λεζάντα έγραφε: «Η μεγαλύτερη σπείρα ναρκωτικών της Μεγάλης Βρετανίας στα χέρια της δικαιοσύνης» Είχε μείνει άναυδος. Ανάμεσα στους κακοποιούς ήταν το πρόσωπό της. Ο κόσμος ολόκληρος γκρεμίστηκε. Δεν είχε νιώσει τόση μεγάλη απελπισία ούτε καν όταν είχαν συλλάβει εκείνον. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι εκείνο το γλυκό και όμορφο «πλασματάκι», η Χριστίνα του θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα «τέρας» όπως αυτός. Λιποθύμησε. Όταν συνήλθε, αποφάσισε ότι θα της συμπαραστεκόταν όπως του είχε συμπαρασταθεί και αυτή. Έψαξε και έμαθε. Πήγε να την βρει.

«Τώρα πια δεν είμαστε διαφορετικοί. Οι δρόμοι μας τέμνονται». Του είπε καθώς ένα δάκρυ κύλισε από τα μάτια της. Η ιστορία της είχε ως εξής. Ο Σταύρος την είχε ακολουθήσει στην Αγγλία για να συνεχίσει κι εκείνος εκεί σπουδές, όπου τα μαθήματα όμως τον δυσκόλεψαν και τα παράτησε. Έμεναν στο ίδιο σπίτι με την Χριστίνα. Οι γονείς του σταμάτησαν να τον χρηματοδοτούν όταν παράτησε το πανεπιστήμιο, οπότε αναγκάστηκε να πάει να δουλέψει σε κλαμπ. Δεν άργησε να μπλέξει. Σύντομα ήταν βαποράκι και χρήστης και δεν άργησε να μυήσει και την Χριστίνα. Με μπλεγμένα συναισθήματα και την περιέργεια να την κυριεύει ήταν πανεύκολο να κυλήσει. Ήθελε, βαθιά μέσα της, να νιώσει τον Μιχάλη, να διαβεί τα ίδια μονοπάτια που εκείνος πρώτος είχε ακολουθήσει. Το πάθημα του Μιχάλη, αντί να την αποθαρρύνει την έκανε να πιστεύει, ότι θα τον καταλάβαινε καλύτερα. Η Χριστίνα ανέβηκε γρήγορα στην «ιεραρχία» του εγκλήματος και σύντομα είχε ξεφύγει κάθε έλεγχος. Την είχε εξιτάρει τόσο η νέα της ζωή που αδιαφορούσε για οτιδήποτε συνέβαινε γύρω της. Ήταν πια ένας άλλος άνθρωπος!!

Νόμιζε ότι ήταν παντοδύναμη, όμως ένα βράδυ η αστυνομία έκανε ντου σε ένα κλαμπ την ώρα της συναλλαγής. Η Χριστίνα ίσως και να τη γλίτωνε αν δεν είχε πυροβολήσει εκείνο τον αστυνομικό στο πόδι. Ήταν μέσα στο δωματιάκι πίσω από το μπαρ. Εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο χωρίς παράθυρα και την μυρωδιά του τσιγάρου σαν να είχε ποτιστεί στους τοίχους. Η Χριστίνα ήταν σε πλεονεκτική θέση. Σχεδόν πίσω από την πόρτα και δίπλα από μια τεράστια στοίβα με κούτες γεμάτες μπουκάλια. Ήταν έτσι ο χώρος που θα μπορούσε εύκολα να κρυφτεί εκεί χωρίς να τη δει κανείς. Όμως την ώρα που άνοιγε η πόρτα, αντί να κρυφτεί έβγαλε το όπλο της. Δύναμη και εξουσία έδιωχναν κάθε φόβο. Οι αστυνομικοί έπιασαν στον ύπνο τους τρεις σκυμμένους πάνω από το τραπεζάκι στη μέση του δωματίου που έκαναν την συναλλαγή προλαβαίνοντάς τους πριν βγάλουν όπλα. Όμως η Χριστίνα περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Όταν τελικά φάνηκε ο αστυνομικός πίσω από την πόρτα που προχωρούσε για να αφοπλίσει τους δράστες, τον πυροβόλησε στο πόδι χωρίς να το σκεφτεί. Το μόνο που ήθελε ήταν να βγει έξω σαν να την είχε πιάσει κλειστοφοβία ξαφνικά. Δύο αστυνομικοί με αστραπιαίες κινήσεις μπήκαν μέσα και την αφόπλισαν.

«Οι κατηγορίες είναι πολύ βαριές. Τώρα το λιγότερο που θα αντιμετωπίσει είναι 20 χρόνια». Αυτό είπε ο δικηγόρος που έβαλε ο Μιχάλης. Κάθε άνθρωπος τελικά είναι ένας εν δυνάμει εγκληματίας. Και αντίστοιχα θα έλεγε κανείς κάθε άνθρωπος είναι εν δυνάμει ήρωας… και στις δύο περιπτώσεις όμως…. Μέχρι αποδείξεως του εναντίον. Είναι απίστευτο το πώς μπορεί να φέρει η μοίρα τα πράγματα καμιά φορά. Τι παιχνίδια μπορεί να παίζει με τη ζωή του καθενός. Από θύτης θύμα. Από τα ψηλά στα χαμηλά, όπως έλεγαν και οι παλιότεροι.
Τα μάτια τους ήταν καρφωμένα για αρκετή ώρα χωρίς να μιλάνε. Το παλιό εκείνο συναίσθημα έμοιαζε να ζωντανεύει. «Γιατί; Πες μου γιατί; Μόνο αυτό θέλω. Δεν είδες τι έπαθα εγώ;» αυτές και ένα εκατομμύριο άλλες ερωτήσεις περνούσαν από το μυαλό του Μιχάλη αλλά δεν έβγαλε λέξη. Τα πάντα τα έλεγε το βλέμμα του. Και η Χριστίνα απέναντι του σαν μαστουρωμένο πρεζόνι να τον κοιτάει χαμένη. Τελικά ο Μιχάλης μίλησε. «Πρώτα πρώτα πρέπει να αποτοξινωθείς». Η Χριστίνα ξαναβούρκωσε αλλά δεν μίλησε. Ο Μιχάλης έκανε τα αδύνατα δυνατά για να μπορέσει να βοηθήσει την Χριστίνα. Μαθαίνοντας για τους καλύτερους δικηγόρους, με την υποστήριξή του στην αποτοξίνωση, τα επισκεπτήρια, τα δωράκια. Όμως ήταν σίγουρος ότι δεν ήθελε να περάσει κι άλλο από τη ζωή του περιμένοντας να τελειώσει κάποια φυλακή.

Το δικαστήριο δεν άργησε και πολύ να βγάλει ετυμηγορία. Οι δικηγόροι του Μιχάλη και οι προσπάθειές του είχαν αποδώσει κάποιους καρπούς. 15 χρόνια. Λιγότερα από την αρχική πρόβλεψη. Μια ζωή για τον Μιχάλη. Είχε θέσει ως στόχο την αποτοξίνωσή της και το είχε σχεδόν καταφέρει. Ήδη μέχρι να βγει η απόφαση του δικαστηρίου, η Χριστίνα ήταν πολύ καλύτερα και σίγουρα θα μπορούσε να συνεχίσει την αποτοξίνωση χωρίς αυτόν. Η στάση του απέναντι της την είχε κάνει να ντρέπεται όταν άρχισε να αποτοξινώνεται και αργότερα πλήρως μετανοιωμένη να νοιώθει αγάπη για το πρόσωπό του. Μια αγάπη διαφορετική. Σαν να ήταν μαζί όλα αυτά τα χρόνια. Σαν η φυλακή να ήταν ένα νοσοκομείο στο οποίο είχε μπει για μια επέμβαση και ο άντρας της ερχόταν και της στεκόταν, ως όφειλε κάθε καλός σύζυγος. Κάπως έτσι αισθανόταν και ο Μιχάλης με τη διαφορά όμως ότι γνώριζε πως δεν θα καθόταν να περιμένει….δεν άντεχε να ζήσει ξανά το κολαστήριο που λέγεται φυλακή. Εκείνος ήταν μοναδική περίπτωση που είχε καταφέρει, με τεράστιο αγώνα, να βγάλει από πάνω του το στίγμα του φυλακισμένου. Η Χριστίνα όμως είχε πάρα πολύ δρόμο μπροστά της κι ο Μιχάλης δεν το άντεχε. Ή έτσι νόμιζε…γιατί τελικά, για μία ακόμα φορά, αλλιώς τα λογάριαζε κι αλλιώς του τα έφερε η ζωή. Χωρίς την Χριστίνα, ήταν μισός. Αυτό είχε σκοπό να της πει εκείνο το μεσημέρι στο επισκεπτήριο….ότι θέλει να είναι μαζί, για πάντα αυτήν τη φορά….γι’ αυτό έτρεξε να της το πει…ήλπιζε ότι τώρα πια θα ήταν μαζί, για πάντα, και θα ζούσαν τον έρωτά τους, ακόμα και πίσω από τα κάγκελα….

Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια των ακροάσεων και αρκετά πριν ακόμα τελεσιδικήσει το δικαστήριο, ο Σταύρος είχε επισκεφτεί την Χριστίνα στη φυλακή και την είχε απειλήσει ότι εάν τον κάρφωνε στο δικαστήριο, θα έβαζε να την σκοτώσουν. Ναι, ο καλύτερος της φίλος, που την αγαπούσε τρελά!! Η Χριστίνα τότε του πρότεινε να μιλήσει στο Μιχάλη για να τον βοηθήσει όπως βοηθούσε κι εκείνη. Ο Σταύρος χτύπησε το χέρι του με δύναμη στο τζάμι που τους χώριζε όταν άκουσε τα λόγια της. Με το μάτι να γυαλίζει κατέβασε το ακουστικό και έφυγε. Η Χριστίνα προτίμησε να μην πει τίποτα στον Μιχάλη όμως στο δικαστήριο κατέθεσε όλα όσα γνώριζε σύμφωνα με τις παροτρύνσεις του Μιχάλη και των δικηγόρων, ώστε να καταφέρει όποια επιείκεια μπορούσε. Ο Σταύρος δεν άργησε να συλληφθεί. Το δικαστήριο του «έχωσε» 10 χρόνια. Το μίσος του τον έκανε να τρελαίνεται. Όμως είχε ήδη οργανώσει το διπλό έγκλημα από εκείνο το επισκεπτήριο. «Θέλετε να είστε μαζί πουλάκια μου; Αν με πιάσουν, θα είστε», την είχε προειδοποιήσει.

Ο Σταύρος γνώριζε ότι ο Μιχάλης, μετά τις διαλέξεις στο κολλέγιο, πήγαινε να δει τη Χριστίνα στη φυλακή τις ημέρες που είχε επισκεπτήριο. Το σχέδιο του σατανικό. Ήθελε να πεθάνουν μαζί. Μόνο τότε θα ησύχαζε. Μόνο τότε θα έπαιρνε την εκδίκηση που τόσα χρόνια αναζητούσε. Ο παράφορος «έρωτας» και το μίσος, συχνά, είναι συνοδοιπόροι σε ένα «ταξίδι τρέλας». Έβαλε λοιπόν τα «φιλαράκια» του να τοποθετήσουν βόμβα στο χώρο του επισκεπτηρίου. Χρημάτισε σωφρονιστικούς για να κάνουν τα στραβά μάτια, οργάνωσε τα πάντα με ευκολία. Τα κατάφερε. Δυστυχώς, η εγκληματικότητα έχει πολλά πλοκάμια κι αν κόψεις ένα εμφανίζονται άλλα πέντε. Θα ζήλευε ακόμα και η Λερναία Ύδρα μπροστά της. Τους είχε φανεί πολύ περίεργο εκείνο το απόγευμα να μην έχουν καμία φύλαξη στο επισκεπτήριο και να μην είναι κανένας άλλος κρατούμενος… Η δικαιολογία από εκείνον τον «περίεργο» φρουρό με τα χοντρά κοκάλινα γυαλιά που τους είχε οδηγήσει στο χώρο του επισκεπτηρίου και είχε απομακρυνθεί με τρόπο διακριτικό ήταν φτηνή: «Σας κανόνισα πριβέ κατάσταση σήμερα πιτσουνάκια μου. Πάω να φάω το μπέργκερ μου και μετά τέλος το πάρτι». Τον είχαν πιστέψει. Ξεγελάστηκαν. Το είχαν ανάγκη άλλωστε, να βρεθούνε οι δύο τους, όπως παλιά. Γιατί να μην τον πιστέψουν άλλωστε; Τα είχε κανονίσει τέλεια ο Σταύρος. Σωστός «επαγγελματίας». Η έκρηξη δυνατή. Εκκωφαντική. Ο θάνατος ακαριαίος.

Ό,τι απέμεινε τελικά δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες της ημέρας. Ο Μιχάλης και η Χριστίνα δεν θα ήταν ποτέ μαζί τελικά. Το παιχνίδι της ζωής έχει παίκτες που κάποιες φορές δεν τους υπολογίζεις όμως σου κλέβουν την παρτίδα. «Αθώοι! Αθώοι!», αναφώνησαν οι λίγοι συγγενείς πού βρέθηκαν στην κηδεία τους πίσω στην πατρίδα. Αλλά τι να το κάνεις; Λίγη σημασία έχει να είναι κανείς αθώος μετά θάνατον. Τα τελευταία λόγια που ακούστηκαν από τον επικήδειο λόγο του αδελφού της: «Ας είναι το ταξίδι σας καλό! Και αν υπάρχει κάτι εκεί που είστε ας το περάσετε μαζί».

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.